Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θείον Κήρυγμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θείον Κήρυγμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 19 Ιουλίου 2022



Δ’ Οικουμενική Σύνοδος (451)

 έτος: 451

τόπος: Χαλκηδόνα

αριθμός Πατέρων: 600

αυτοκράτορας: Μαρκιανός          

μορφή:                   

αίρεση: Μονοφυσιτισμός

απόφαση: Χριστολογικό δόγμα (Υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού).

 

Μέσα στην ένταση που προκλήθηκε από τη διαίρεση των δύο φύσεων του Χριστού, την οποία είχε εισαγάγει ο Νεστόριος, προέκυψε και ένα άλλο θέμα που το εισάγει τώρα ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής. Ηγούμενος ενός από τα πιο μεγάλα μοναστήρια στην Κωνσταντινούπολη, πολύ γνωστός και σεβαστός στην πρωτεύουσα για την αυστηρή ασκητική ζωή του, δεν θέλησε να δεχτεί ούτε τις απόψεις του Νεστορίου ούτε τις θέσεις της ορθοδοξίας. Ήταν αντίπαλος του Νεστορίου και θεωρούσε αιρετικούς όλους όσους δέχονταν δύο φύσεις στο Χριστό, εισάγοντας τον λεγόμενο μονοφυσιτισμό, του οποίου αναδείχτηκε αρχηγός του.

Κατά τον Ευτυχή, η ένωση των δύο φύσεων είναι γεγονός και μάλιστα συντελείται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να ξεπερνάει τη φυσική μίξη και την ουσιαστική ένωση. Η ανθρώπινη φύση παύει να υπάρχει, απορροφάται από τη θεία και εξαφανίζεται. Χαρακτήριζε την ένωση των δύο φύσεων ως κράση και σύγκραση στην οποία η ανθρώπινη φύση απορροφήθηκε εντελώς από τη θεία. Ο Ευτυχής δεχόταν μία υπόσταση και ένα πρόσωπο στον ενανθρωπήσαντα Λόγο και έλεγε ότι πριν από την ένωση υπήρχαν δύο φύσεις, μετά την ένωση όμως υπήρχε μία φύση, του Θεού Λόγου. Το σώμα του Χριστού ήταν ανθρώπινο αλλά όχι ίδιας ουσίας με εμάς γιατί ήταν Θεός. Μετά την ένωση με το Θείο Λόγο έλεγε ότι η ανθρώπινη φύση θεώθηκε χωρίς όμως να προσδιορίζει τη θέωση αυτή. Αντιλαμβανόταν το Χριστό μετά την ένωση των δύο φύσεων ως εντελώς ξένο με την ανθρώπινη φύση.

Εναντίον του Ευτυχή σημειώθηκαν αντιδράσεις στην Κωνσταντινούπολη. Το 448 στην ενδημούσα σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως ο Ευτυχής ούτε τις ιδέες του αναθεμάτισε ούτε την ορθή πίστη ομολόγησε και τελικά καταδικάστηκε. Του αφαιρέθηκε το αξίωμα του ηγουμένου και του πρεσβυτέρου και αφορίστηκε. Παρ’ όλα αυτά δεν υποχώρησε. Τον ίδιο χρόνο ο πάπας Λέων, μετά την απόφαση της συνόδου, έγραψε στον Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως την περίφημη δογματική επιστολή του, τον Τόμο, όπου αντιτάχθηκε στη φράση του Ευτυχή που έκανε λόγο για μία φύση ύστερα από την ένωση. Οι δύο φύσεις δεν συγχέονται και δεν αναμιγνύονται όμως η μοναδικότητα της προσωπικότητας επιτρέπει την κοινοποίηση των ιδιωμάτων στις πράξεις και τις ενέργειές της κάθε μιας από τις δύο φύσεις.

Το 449 συγκλήθηκε στην Έφεσο σύνοδος με σκοπό να αθωώσει τον Ευτυχή. Πρόεδρος αυτής της συνόδου ήταν ο Διόσκορος Αλεξανδρείας, φίλος του Ευτυχή. Μετείχαν παπικοί αντιπρόσωποι στους οποίους αρνήθηκαν να διαβάσουν επιστολές του πάπα. Με δολοπλοκίες, για να έχει την πλειοψηφία, ο Διόσκορος αναγνώρισε ως ορθόδοξο τον Ευτυχή και τον αποκατέστησε αν και επανέλαβε τη γνωστή θέση του: δύο φύσεις προ της ενώσεως και μία μετά την ένωση. Καθαίρεσαν και αφόρισαν το Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως, και ερήμην τον Ίβα Εδέσσης και το Θεοδώρητο Κύρου. Οι παπικοί αντιπρόσωποι έφυγαν και εξέθεσαν τα συμβάντα στον πάπα, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε σφοδρά στον αυτοκράτορα και χαρακτήρισε τη σύνοδο «ληστρική». Η σύνοδος αυτή, αν και συγκλήθηκε ως οικουμενική, ποτέ δεν αναγνωρίστηκε ως τέτοια, απεναντίας έμεινε στην ιστορία ως «ληστρική».

Ήταν ανάγκη να πραγματοποιηθεί σύνοδος για λυθεί το θέμα. Ο αυτοκράτορας Μαρκιανός (450-457) συγκάλεσε τη σύνοδο, στην οποία πήγαν αντιπρόσωποι του πάπα και 520 αρχικά και μετά 600 επίσκοποι. Επικυρώθηκε η καταδίκη του Ευτυχή· δικάστηκε και καταδικάστηκε ο Διόσκορος Αλεξανδρείας.

Η Σύνοδος έκανε την πρώτη συνεδρίασή της στη Χαλκηδόνα στις 8 Οκτωβρίου 451 στο ναό της αγίας Ευφημίας. Η διαδικασία υπήρξε άψογη, διαλογική και δημοκρατική έτσι ώστε θεωρείται σύνοδος πρότυπο. Η Εκκλησία μας εορτάζει την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο στις 11 Ιουλίου μαζί με την αγία Ευφημία.

Η Σύνοδος συνέταξε όρο, ο οποίος είναι γνωστός ως «όρος της Χαλκηδόνας» και ως «δόγμα της Χαλκηδόνας». Αυτός ο περιώνυμος δογματικός όρος σφραγίζει έντονα τη διακήρυξη της ορθόδοξης πίστης από το ένα μέρος και καταδικάζει κατηγορηματικά τις αιρέσεις του Απολλιναρίου, του Νεστορίου και του Ευτυχούς από το άλλο. Το λιτό και άκρως περιεκτικό κείμενο του όρου αντικαθρεφτίζει όλες τις ορθόδοξες πηγές, τα πρακτικά των προηγούμενων Συνόδων, τον Τόμο του πάπα Λέοντα Α’, την έκθεση πίστεως των «διαλλαγών» του 433, αλλά η βάση αυτού του συνοδικού κειμένου είναι η κυρίλλεια θεολογία.

«Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις πατράσιν, ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής  λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν τον αυτόν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν χωρίς αμαρτίας προ αιώνων μεν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ’ εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν δι’ ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της παρθένου της θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, υιόν, κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις εν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα και τον αυτόν υιόν μονογενή, Θεόν Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν, καθάπερ άνωθεν οι προφήται περί αυτού και αυτός ημάς ο Κύριος Ιησούς Χριστός εξεπαίδευσε και το των πατέρων ημίν παραδέδωκε σύμβολο».

Με την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο κλείνει μια βασική και επώδυνη φάση των χριστολογικών ερίδων και των θεολογικών ζυμώσεων. Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας με τον περιώνυμο δογματικό όρο καταδίκασε όλες τις προηγούμενες σοβαρές χριστολογικές αιρέσεις του Απολλιναρίου, του Νεστορίου και του Ευτυχούς, που τάραξαν την Αυτοκρατορία του Βυζαντίου και συνάμα προβλημάτισαν και την Εκκλησία της Ρώμης. Οι συζητήσεις ήταν οξύτατες και οι σκληρές διαμάχες αμείλικτες. Δύο Οικουμενικές Σύνοδοι, η Γ’ της Εφέσου (431) και η Δ’ της Χαλκηδόνας (451), αντιμετώπισαν τις παραπάνω αιρέσεις, καταδίκασαν τους αιρεσιάρχες και αποσαφήνισαν τα δόγματα της ορθόδοξης θεολογίας.

 Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος αποσαφήνισε καταρχήν τους όρους. Για μια ακόμα φορά επικυρώθηκαν επίσημα οι θεολογικοί όροι: φύση, ουσία, υπόσταση, πρόσωπο. Η υπόσταση ή το πρόσωπο, και στην προκειμένη περίπτωση όπως και στο τριαδικό δόγμα, σημαίνει το ιδιαίτερο, το ένα και μοναδικό. Η φύση ή η ουσία σημαίνει το κοινόν. Επίσης, αποσαφήνισε τον τρόπο της ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού.

Η Σύνοδος συνέταξε 30 κανόνες διοικητικού χαρακτήρα για κληρικούς, μοναχούς, διακόνισσες και παρθένες.

Ο 28ος κανόνας είχε σκοπό να καθορίσει τα προνόμια του επισκοπικού θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, σε συσχετισμό με τον 3ο κανόνα της Β’ Οικουμενικής Συνόδου (381). Η εκκλησιαστική ανύψωση και τοποθέτηση της Κωνσταντινουπόλεως δίπλα στη Ρώμη έγινε γιατί αυτή ήταν η δεύτερη Ρώμη και η έδρα του αυτοκράτορα. Η Αλεξάνδρεια έρχεται στην τρίτη θέση και ακολουθούν οι θρόνοι της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων. Το κριτήριο για την ανύψωση του θρόνου είναι η πολιτική σημασία της έδρας και όχι η αποστολικότητα.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι η Σύνοδος ύψωσε τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως πάνω από τους αρχιεπισκόπους των αρχαίων θρόνων της Ηρακλείας, Καισαρείας και Εφέσου, γιατί του έδωσε το δικαίωμα της χειροτονίας των μητροπολιτών των διοικήσεών τους και έτσι τους εξάρτησε από αυτόν.

Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος δεν έγινε αποδεκτή από όλους, κυρίως όμως από τις ποικίλες ομάδες των μονοφυσιτών. Μετά από αυτή τη Σύνοδο, μονοφυσίτες θεωρήθηκαν όσοι μιλούσαν για μία φύση στο Χριστό μετά την ένωση άσχετα αν προσέθεταν και το ασυγχύτως και ατρέπτως. Την εποχή αυτή η Αυτοκρατορία του Βυζαντίου συγκλονίστηκε και τελικά ακρωτηριάστηκε· χάθηκαν ανατολικές επαρχίες για λόγους πολιτικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς. Κύριο αίτιο δεν ήταν μονάχα ο μονοφυσιτισμός, αλλά βοήθησε κι αυτός τις τάσεις ανεξαρτησίας και εχθρότητας κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας και κατά του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Τελικά αποσπάστηκαν η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος και έγιναν εύκολη λεία των Αράβων. Τέσσερεις μεγάλες μονοφυσιτικές Εκκλησίες αποτέλεσαν ιδιαίτερους κλάδους: η Αρμενική, η Ιακωβιτική, η Κοπτική και η Αιθιοπική. Στο σύνολό τους οι Εκκλησίες αυτές διατήρησαν κατά πολύ το ορθόδοξο ήθος και καλούνται Αντιχαλκηδόνιες, αλλά η πιο επιτυχής ονομασία είναι, η επικρατέστερη σήμερα, Προχαλκηδόνιες. Ο λόγος είναι προφανής· η διαφορά δεν είναι θέμα αντίθεσης αλλά πρόκειται για μια ιδιαίτερη τάση εξαιτίας της διαφορετικής πολιτιστικής και θεολογικής κατάστασης αυτών των ανατολικών λαών που δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τις θεολογικές εξελίξεις ούτε να τις ακολουθήσουν μετά. Προσπάθειες για διαλογική επαφή έγιναν αμέσως μετά τη σύνοδο από τον 5ο ως τον 7ο αι., αλλά δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Τον 12ο αι. οι προσπάθειες οργανώθηκαν συστηματικά, αλλά κι αυτές δεν απέδωσαν τίποτα. Σήμερα γίνεται διάλογος στα πλαίσια της οικουμενικής κίνησης, με τις τέσσερεις αυτές Εκκλησίες και με την Εκκλησία του Μαλαμπάρ των Ινδιών. Ύστερα από αλλεπάλληλες ανεπίσημες διασκέψεις ορθόδοξων και προχαλκηδόνιων θεολόγων από το 1971 ο διάλογος άρχισε να παίρνει επίσημο χαρακτήρα.   

Αμοιρίδου Ευαγγελία

Καθηγήτρια Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.


 



Την ιδιαίτερη σημασία που έχει η προσωπική μας πίστη, όταν επικαλούμαστε τον Θεό, μας τονίζει η σημερινή περικοπή από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, και αποτελεί την έμπρακτη απόδειξη σε όσα μας δίδαξε ο Κύριος κατά την περασμένη Κυριακή, όταν μας κάλεσε να θέσουμε ως προτεραιότητα του βίου μας όχι τα βιοτικά, αλλά την Βασιλεία του Θεού. Καθώς έμπαινε ο Χριστός στην Καπερναούμ, Τον πλησίασε ένας εκατόνταρχος, λέγοντάς Του ότι ο δούλος του ήταν παράλυτος και ταλαιπωρούνταν άσχημα. -Έρχομαι, να τον θεραπεύσω, του απαντά ο Ιησούς, κι εκείνος αποκρίνεται: “Κύριε, δεν είμαι άξιος για να έρθεις στο σπίτι μου. Πες μονάχα ένα λόγο, και θα θεραπευτεί. Γιατί κι εγώ είμαι άνθρωπος που έχω εξουσία, κι έχω από κάτω μου στρατιώτες, και λέω στον ένα πήγαινε, και πηγαίνει, και στον άλλο έλα, κι έρχεται, και στον δούλο μου κάνε αυτό, και το κάνει”. Θαύμασε ο Ιησούς την πίστη του εκατόνταρχου, και είπε “αληθινά, τόση πίστη δεν βρήκα σε κανένα Ισραηλίτη. Και σας λέω ότι στη Βασιλεία των Ουρανών πολλοί από την ανατολή και από τη δύση θα έρθουν και θα καθίσουν δίπλα στον Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ, ενώ οι υιοί της Βασιλείας θα εξοριστούν στο αιώνιο σκοτάδι, όπου θα είναι ο θρήνος και ο τρόμος”. Στράφηκε τέλος στον εκατόνταρχο και του είπε: “πήγαινε, ας γίνει όπως πίστεψες”. Και την ίδια στιγμή ο υπηρέτης του εκατόνταρχου θεραπεύτηκε. Δύο στοιχεία, ουσιαστικά για την πνευματική ζωή, διαθέτει ο εκατόνταρχος της σημερινής περικοπής. Την Ταπείνωση και την Πίστη. “Κύριε”, λέει, “δεν είμαι άξιος για να έρθεις στο σπίτι μου”. Δεν είμαι εγώ ικανός για να σε δεχτώ στην οικία μου, δεν διαθέτω ούτε αγιότητα ούτε καθαρότητα. Και επιπλέον, εγώ είμαι ένας απλός στρατιώτης, ενώ Εσύ είσαι ο Βασιλεύς του κόσμου. Δεν αρμόζει σε δούλο να υποδέχεται τον Δεσπότη, γι αυτό Σε παρακαλώ, μην έλθεις. Απλά πες ένα λόγο, και το παιδί μου θα θεραπευτεί. Παρόλο που είναι άνθρωπος υπεροχής, διακεκριμένος ανάμεσα στο ρωμαϊκό στράτευμα, ο εκατόνταρχος αναγνωρίζει ότι και ο ίδιος ενώπιον του Θεού είναι μικρός και ασήμαντος, ανάξιος, όπως ομολογεί, για να τον επισκεφθεί ο Υιός του Θεού. “Πες μόνο ένα λόγο, και ο δούλος μου θα θεραπευτεί”. Όχι μόνο δεν προσκαλεί τον Χριστό στο σπίτι του, όπως έκαναν πολλοί άλλοι σε παρόμοιες περιστάσεις, αλλά έχει την πίστη, την ακράδαντη βεβαιότητα ότι αρκεί ένας μονάχα λόγος του Κυρίου, και ο υπηρέτης του θα γίνει καλά. Και το δικαιολογεί, με έναν απλό και αναντίρρητο τρόπο: αν στις εντολές του αξιωματικού οι στρατιώτες σπεύδουν να υπακούσουν, πόσο μάλλον θα υπακούσει η ίδια η φύση στο θέλημα του Δεσπότη και Δημιουργού της. Αυτή η ταπείνωση και αυτή η πίστη πολλές φορές απουσιάζει από τους ανθρώπους που θεωρητικά βρίσκονται πιο κοντά στον Θεό. Ίσως επειδή θεωρούν τον εαυτό τους “περιούσιο λαό” του Θεού, και σαν τα κακομαθημένα παιδιά εκλαμβάνουν ως αυτονόητα κάποια πράγματα τα οποία ωστόσο δεν είναι και τόσο αυτονόητα. Το ότι βρισκόμαστε μέσα στην Εκκλησία, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι είμαστε σεσωσμένοι, ούτε καθαροί, ούτε άγιοι. Δεν αρκεί κανείς να εισέλθει στο λουτρό για να καθαριστεί, αλλά είναι απαραίτητο να αναγνωρίσει ότι δεν είναι καθαρός και στη συνέχεια να λουστεί, επιμένοντας στα δύσκολα σημεία. Και στο σημείο αυτό, της αυτογνωσίας και της ταπείνωσης, συχνά υπολειπόμαστε εμείς που βρισκόμαστε κάτω από την χάρη του Θεού, ενώ οι μακράν διατηρούν έστω το δέος και τον σεβασμό απέναντι στην ιερότητα του μυστηρίου της Εκκλησίας. Και από τη στιγμή που υπάρχει έλλειμμα ταπεινώσεως, υπάρχει και έλλειμμα πίστεως. Γιατί χωρίς ταπείνωση, το κάθε αίτημά μας προς τον Θεό δεν αποτελεί ικεσία, αλλά απαίτηση, η οποία δεν στηρίζεται στην αγάπη του Θεού αλλά στην δική μας αυτοεκτίμηση και υπερηφάνεια. Τότε ακόμα και η προσευχή γίνεται υποκρισία και αιτία κατακρίσεως, σαν την προσευχή του Φαρισαίου. Γι αυτό και ο Χριστός τονίζει σε όλους μας σήμερα, ότι δεν αρκεί να είναι κανείς υιός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, δηλαδή δεν αρκεί να είναι μέλος της Εκκλησίας, για να καθίσει ανάμεσα στους δοξασμένους της Βασιλείας του Θεού. Απαιτείται πίστη. Πίστη απλή, άδολη, ταπεινή, σαν του εκατόνταρχου της σημερινής διήγησης του ευαγγελιστή Ματθαίου. Μια πίστη η οποία, δυστυχώς, απουσιάζει στις μέρες μας, κι όμως αποτελεί το ζητούμενο της πνευματικής μας πορείας. Ζητούμε το θαύμα στη ζωή μας, και λησμονούμε ότι αυτό επιτελείται σύμφωνα με το μέτρο της δικής μας πίστεως. Αντί, επομένως, να απελπιζόμαστε όταν νιώθουμε ότι ο Θεός δεν απαντά στις προσευχές μας, ας εργαστούμε ώστε αυτές να γίνονται με περισσή ταπείνωση και με αληθινή πίστη απέναντι στον Θεό.


 

Την περασμένη Κυριακή είδαμε ότι ο Χριστός περιμένει από όλους μας να Τον ακολουθήσουμε, εγκαταλείποντας ει δυνατόν τα πάντα, ακόμα και τους ίδιους μας τους συγγενείς, αν είναι απαραίτητο. Και ίσως κανείς αναρωτηθεί “μα πώς θα ζήσουμε, αν αφήσουμε τα πάντα;” την απάντηση μας τη δίνει σήμερα ο ίδιος ο Κύριός μας, μέσα από το απόσπασμα της επί του Όρους Ομιλίας Του που μας μεταφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος. Τα μάτια του ανθρώπου, μας λέει, είναι ο λύχνος δηλαδή το φως του σώματός του. Επομένως, αν τα μάτια του είναι φωτεινά, όλο το σώμα του είναι φωτεινό. Αντίθετα, αν τα μάτια είναι σκοτεινά, όλο το σώμα είναι σκοτεινό. Αληθινά, αναρωτιέται, αν το φως του σώματός μας είναι σκοτάδι, τότε το σκοτάδι πώς μοιάζει; Με τα λόγια αυτά θέλει να μας τονίσει ότι αν όντως ενδιαφερόμαστε να φωτίσουμε την ύπαρξη και τη ζωή μας, θα πρέπει να αφήσουμε πίσω οτιδήποτε αντιστρατεύεται στο θέλημα του Θεού, ότι οφείλουμε να μεριμνήσουμε για τον πνευματικό μας κόσμο και να μη φορτώνουμε τη ζωή μας με μέριμνες περιττές και ανούσιες. Και για να το καταστήσει πιο σαφές, συνεχίζει λέγοντας ότι δεν μπορεί να δουλεύει κανείς σε δύο κυρίους, στον Θεό και στον μαμμωνά. Ή τον ένα θα αγαπήσει και τον άλλο θα μισήσει, ή θα υπακούσει στις επιταγές του ενός και θα καταφρονήσει τον άλλο.

 

Με τον όρο “μαμμωνά” υπονοεί ο Κύριος τόσο τον ίδιο το διάβολο και τα έργα του σκότους, όσο και τις βιοτικές μέριμνες, οι οποίες αποσπούν την προσοχή μας από τη μελέτη και εφαρμογή του θελήματος του Θεού. Γι αυτό σας λέω, συνεχίζει, μη μεριμνάτε και μην απασχολείτε την ψυχή σας με το τι θα φάτε ή τι θα πιείτε, ούτε το σώμα σας, με το τι θα ντυθείτε. Στα αλήθεια, η ψυχή δεν είναι παραπάνω από την τροφή και το σώμα από την ενδυμασία; κοιτάξτε τα πουλιά, δεν σπέρνουν, δεν θερίζουν, δεν αποθηκεύουν σε αποθήκες, και ο Πατέρας σας ο επουράνιος τα τρέφει. Δε νομίζετε ότι διαφέρετε τόσο πολύ από αυτά, ώστε ο Θεός να σας σκέφτεται ακόμα περισσότερο; ποιος μπορεί, όσο κι αν μεριμνήσει, να προσθέσει μια πιθαμή στο ύψος του; Και για την ενδυμασία σας τι αγωνιάτε; πάρτε μάθημα από τα κρίνα του αγρού, που δεν υφαίνουν ούτε γνέθουν, κι όμως είναι ντυμένα πιο λαμπρά κι από τον Σολομώντα. Αν επομένως ο Θεός ντύνει τόσο όμορφα τα αγριόχορτα, που σήμερα είναι και αύριο, σαν ξεραθούν, καίγονται στον κλίβανο, πόσο περισσότερο δεν θα ενδιαφερθεί για σας, ολιγόπιστοι; Μην μεριμνάτε λοιπόν, λέγοντας τι θα φάμε; ή τι θα πιούμε;ή τι θα ντυθούμε; διότι ο Πατέρας σας ο επουράνιος γνωρίζει τις ανάγκες σας. Αλλά να επιζητείτε πρώτα τη Βασιλεία του Θεού και την δικαιοσύνη Του, και όλα τα άλλα θα σας δοθούν.

Ο Χριστός χρησιμοποιεί το παράδειγμα των άγριων πουλιών και λουλουδιών, που είναι εφήμερα κι όμως επιβιώνουν με την πρόνοια του Θεού, για να καταδείξει ότι ο άνθρωπος, που ως έλλογο ον έχει μεγαλύτερη αξία και σημασία, δεν μπορεί παρά να ελκύει και το ενδιαφέρον και την πρόνοια του Θεού. Γι αυτό και αποκαλεί ολιγόπιστους όλους εκείνους που θέτουν ως προτεραιότητα στη ζωή τους την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών. Η υπέρμετρη ενασχόληση με την εξασφάλιση της καθημερινής τροφής, με τα ενδύματα και με τα υλικά αγαθά, περιέχει τον κίνδυνο της εγκατάλειψης ή της περιφρόνησης του Θεού, σύμφωνα με τα όσα μας είπε ο Χριστός στην πρώτη συνάφεια της σημερινής περικοπής. Δείχνει έλλειμμα πίστεως, έλλειμμα εμπιστοσύνης στην αγάπη και στην πρόνοια του Θεού για τον άνθρωπο. Αν ο Θεός έστειλε τον Υιό Του τον μονογενή στον κόσμο, με σκοπό να θεραπεύσει και να αναστήσει τον έσω άνθρωπο, θα αφήσει άραγε κανέναν να χαθεί από έλλειψη των στοιχειωδών αγαθών;

Κι όμως, στην καθημερινότητά μας λησμονούμε αυτή τη μεγάλη αλήθεια. Θεωρούμε τους εαυτούς μας πιστούς χριστιανούς, και παρόλα αυτά αναλώνουμε όλο το χρόνο μας στο κυνήγι των υλικών αγαθών, στην ικανοποίηση των βιοτικών μας αναγκών και μόνο. Οι συνθήκες του σύγχρονου τρόπου ζωής και οι συγκυρίες των τελευταίων ετών επιτείνουν αυτή τη μονοσήμαντη αγωνία μας και μας απορροφούν κάθε ικμάδα σωματική και ψυχική. Και όσο εξαρτάμε την ευτυχία μας από τα υλικά και τα γήινα, τόσο οι δυσκολίες της ζωής μάς οδηγούν σε όλο και μεγαλύτερη απελπισία και απόγνωση.

“Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού”. Αυτή είναι η απάντηση του Χριστού, αυτή είναι η μόνη προοπτική για να ξεφύγουμε από τα απελπιστικά δεσμά του μαμμωνά, στον οποίο έχει υποδουλωθεί η ύπαρξή μας. Αυτή είναι η μόνη διέξοδος από κάθε ανθρώπινη κρίση, ιδιαίτερα σήμερα. Όσο κι αν αγωνιζόμαστε χωρίς Θεό, η ζωή μας και οι κοινωνίες μας θα σκοτεινιάζουν. Ας στραφούμε, επομένως, στην αναζήτηση του Θεού, ας Τον εμπιστευτούμε, και θα φροντίσει Εκείνος για τα υπόλοιπα.

πηγή

Τρίτη 28 Ιουνίου 2022

 



 Είδαμε την περασμένη Κυριακή ότι έχει μεγάλη σημασία για την πνευματική μας ζωή να προτάσσουμε τον Χριστό ακόμα και από τους γονείς και τους συγγενείς μας και να Τον ομολογούμε ενώπιον των ανθρώπων. Ένα τέτοιο παράδειγμα αφοσίωσης αποτελεί και η σημερινή ευαγγελική περικοπή, κατά την οποία ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μας περιγράφει την κλήση των πρώτων Αποστόλων. Περπατούσε, μας λέει, ο Ιησούς στην άκρη της λίμνης της Γαλιλαίας και είδε δύο αδελφούς, τον Σίμωνα Πέτρο και τον Ανδρέα, οι οποίοι, μιας που ήταν ψαράδες, έριχναν το δίχτυ στη θάλασσα. “Ακολουθήστε με, και θα σας κάνω αλιείς ανθρώπων” τους λέει, κι εκείνοι, δίχως δεύτερη σκέψη, παράτησαν τα δίχτυα μέσα στο νερό, και Τον ακολούθησαν. Πιο κάτω βλέπει άλλους δύο αδελφούς, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, μέσα στη βάρκα μαζί με τον πατέρα τους Ζεβεδαίο, να ετοιμάζουν κι εκείνοι τα δίχτυα. Στο κάλεσμά Του, άφησαν αμέσως το πλεούμενο και τον πατέρα τους, και ακολούθησαν τον Ιησού, ο οποίος περιόδευε σε ολόκληρη την Γαλιλαία διδάσκοντας το Ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού και θεραπεύοντας κάθε είδους ασθένεια. Ούτε γονείς σκέφτηκαν οι μαθητές του Χριστού, ούτε περιουσία, ούτε την ίδια τους την εργασία, ούτε καν τον τρόπο με τον οποίο θα εξασφάλιζαν τα προς το ζην. Αλλά χωρίς δισταγμό, χωρίς δεύτερη σκέψη, εγκατέλειψαν πίσω τους τα πάντα και ακολούθησαν τον Ιησού. Ακολούθησαν έναν άγνωστο, ο οποίος ακόμα δεν είχε αποκτήσει τη φήμη του Διδασκάλου, κι όμως ο λόγος Του τους σαγήνεψε και τους γέμισε με τέτοια σιγουριά, ώστε να τολμήσουν μέσα σε μια στιγμή να αλλάξουν τη ζωή τους ολόκληρη. Μια τέτοια απόφαση δεν είναι καθόλου απλή, ούτε εύκολη. Απαιτεί τόλμη, πίστη και καθαρότητα καρδιάς, στοιχεία που αναγνωρίζει ο Ιησούς στους ψαράδες τους οποίους καλεί να Τον ακολουθήσουν. Σε αντίθεση με τους φαρισαίους, οι ψαράδες της Γενησαρέτ δεν έχουν εντρυφήσει στο Μωσαϊκό νόμο, δεν γνωρίζουν πολλά για τις Γραφές, δεν ασχολούνται σχολαστικά με την τήρηση των κανόνων που έχουν επιβάλλει οι νομομαθείς. Οι γραμματείς και οι φαρισαίοι μπορεί να γνώριζαν το Νόμο, ωστόσο η υπερηφάνεια τους και η ασφάλεια που ένοιωθαν εξαιτίας των γνώσεών τους και της διακεκριμένης θέσης τους στην εβραϊκή κοινωνία, δεν τους επέτρεψε να αναγνωρίσουν στο πρόσωπο του Ιησού τον Λυτρωτή του κόσμου, τον αναμενόμενο Μεσσία. Διέθεταν γνώση, αλλά τους έλλειπε η αληθινή πίστη. Ένιωθαν τέλειοι, και γι’ αυτό δεν ήταν διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν την ατομική τους ασφάλεια και να διακινδυνεύσουν να γίνουν οπαδοί μιας νέας διδασκαλίας, η οποία ασφαλώς απαιτούσε αγώνα. Εγκλωβισμένοι μέσα στην τυπολατρία και την υποκρισία, δεν διέθεταν την καθαρότητα της καρδιάς, ώστε να δουν και να αναγνωρίσουν την Αλήθεια. Και για την κατάστασή τους αυτή δεν ευθύνεται ασφαλώς η μελέτη και η γνώση των Γραφών, αλλά η αυτοεκτίμηση και ο εγωισμός τον οποίο είχαν καλλιεργήσει μέσα τους με αφορμή την υπεροχή τους έναντι των άλλων, των ταπεινών συνανθρώπων τους. Γι αυτό και ο Χριστός καλεί τους ταπεινούς ψαράδες, οι οποίοι αν και δεν έχουν τα εφόδια των φαρισαίων, διαθέτουν την απλότητα, την καθαρότητα, την ευθυκρισία και την ταπείνωση, στοιχεία απαραίτητα για να δεχτούν το μήνυμα του Ευαγγελίου. Εξαιτίας πάλι της φύσεως του επαγγέλματός τους, έχουν μάθει να μη θεωρούν τίποτα ως δεδομένο και να εμπιστεύονται την πρόνοια του Θεού. Έτσι τολμούν να εγκαταλείψουν τα πάντα, τη δουλειά τους, τα δίχτυα, τους συγγενείς τους, να εμπιστευτούν τα λόγια του Διδασκάλου και να Τον ακολουθήσουν. Αυτά τα στοιχεία, την πίστη δηλαδή, την άρνηση κάθε πράγματος που μας κρατά προσηλωμένους σε γήινα πράγματα όπως η οικογένεια ή η εργασία, και την αυθόρμητη κίνηση της καρδιάς μας ζητά από όλους μας ο Κύριος προκειμένου να Τον ακολουθήσουμε. Η πίστη στο Χριστό, η μίμηση της ζωής των Αποστόλων, η ζωή σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, προϋποθέτει την αποδέσμευσή μας από κάθε τι που μπορεί να σταθεί εμπόδιο σε αυτή. Για τον λόγο αυτό τονίζεται ιδιαίτερα, και στις δύο περιπτώσεις της σημερινής περικοπής, ότι οι Απόστολοι εγκατέλειψαν τα πάντα και στη συνέχεια ακολούθησαν τον Ιησού. Στη σύγχρονη κοινωνία μας, περισσότερο από ό,τι κατά το παρελθόν, οι άνθρωποι φροντίζουμε να εξασφαλίσουμε την προσωπική μας άνεση, το βόλεμά μας σε κάθε επίπεδο, ακόμη και στον τρόπο με τον οποίο ασκούμε την θρησκευτικότητά μας. Γι αυτό και συχνά δεν είμαστε πρόθυμοι να ακολουθήσουμε τον δρόμο της ασκήσεως που η Εκκλησία ανέκαθεν υποδεικνύει σε κάθε πιστό. Αρκούμαστε στα λίγα, στην ημιμάθεια, στην αποφυγή κάθε πνευματικής προσπάθειας. Και λησμονούμε ότι αν θέλουμε να είμαστε και να λεγόμαστε αληθινοί μαθητές του Χριστού, τότε οφείλουμε να εγκαταλείψουμε τα πάντα και να Τον ακολουθήσουμε, στο δρόμο που οδηγεί στο Γολγοθά και στην Ανάσταση.

Πηγή

Σάββατο 18 Ιουνίου 2022

 


Σήμερα ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ ἁγία μας ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μνήμη Πάντων των Ἁγίων, καὶ ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ οἱ ἅγιοί της ἐκκλησίας μας. Οἱ Ἅγιοι Πάντες εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ποῦ ἐφάρμοσαν καὶ ἔκαναν πράξη στὴν ἐπίγεια ζωὴ τοὺς τὶς ἀλήθειες τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Γὶ΄αὐτὸ καὶ οἱ «Βίοι τῶν Ἁγίων» στὴν πραγματικότητα εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο ἐφαρμοσμένο στὴν πράξη, ἢ μὲ ἄλλα λόγια μποροῦμε νὰ ποῦμε, ἐφαρμοσμένη Δογματική, ἐπειδὴ οἱ Ἅγιοι ἐβίωσαν ὅλες τὶς αἰώνιες δογματικὲς ἀλήθειες ποῦ πηγάζουν ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Εἶναι πολλὲς οἱ κατηγορίες , οἱ τάξεις τῶν Ἁγίων. Κάθε μία ἔχει τὸ χαρακτηριστικό της γνώρισμα, τὸ ξεχωριστό της Χάρισμα! Ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι σ΄ὅποιο τάγμα καὶ ἂν ἀνήκουν, ἔχουν κάτι τὸ κοινὸ ὅλοι: Τὴν ὁμολογία. Εἶναι ὑποχρεωτικὸ γνώρισμα ἡ ὅμολογια.

Ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας θεωρεῖ ἀπαραίτητη προϋπόθεση σωτηρίας τὴν ὁμολογία. Ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει ἄνθρωπος χωρὶς καρδιὰ καὶ στόμα, ἄλλο τόσο δὲν λογίζεται χριστιανὸς χωρὶς πίστη καὶ ὁμολογία. Ἡ πίστη ἔχει σχέση μὲ τὴν καρδιά?ἡ ὁμολογία μὲ τὸ στόμα. Στὸ στόμα ἔρχεται τὸ ξεχείλισμα τῆς καρδιᾶς. «ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ.» (Μὰτθ 12:34).

Ἡ ὁμολογία, λοιπόν, δὲν εἶναι γνώρισμα μόνο ὅλων των Ἁγίων, ἀλλὰ κοινὸ γνώρισμα ὅλων των Χριστιανῶν. Καὶ πρέπει νὰ φανερώνεται μὲ θάρρος, ἀλλὰ καὶ μὲ σοφία καὶ μὲ διάκριση. Θάρρος χωρὶς σοφία σημαίνει ἀκρισία. Σοφία χωρὶς θάρρος εἶναι δειλία. Καὶ τὰ δύο χρειάζεται ἡ ὁμολογία. Χρειάζεται ἀκόμη καὶ ἕνα τρίτο: τὴν συνέπεια στὴ ζωή μας. Πολλοὶ Ἅγιοι ἔλεγαν λίγα μὲ τὸ στόμα ἀλλὰ δίδασκαν πάρα πολλὰ μὲ τὸ βίο τους. Ὁπωσδήποτε, ὅμως, προσέφεραν καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ λόγου. Ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀλήθειας στὴν καθημερινὴ ζωὴ μᾶς εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς σωτηρίας μας. Ἡ ὁμολογία, ὅμως, αὐτὴ δὲν εἶναι μόνο τα θαρρετὰ λόγια τῆς ἀληθείας, ὅπως νομίζουν πολλοί. Ὁμολογία τῆς ἀληθείας σημαίνει σωστὴ στάση στὸ διάβα τῆς ζωῆς μας, δηλαδὴ κατὰ Χριστό. Ὁμολογία εἶναι τὸ μαρτύριο, ἡ ἄσκηση, ἡ λειτουργικὴ ζωή. Ὁμολογία εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ ἡ ἀληθινὴ βίωση τῶν μυστηρίων.

Δὲν μποροῦμε νὰ ὁμολογοῦμε Χριστὸ καὶ νὰ ζοῦμε μὲ τὸν ἀντίχριστο. Δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ὑπέρμαχοι τῆς ἀλήθειας καὶ ὅπου θιγόμαστε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸ ψέμα. Δὲν μποροῦμε νὰ ζητᾶμε δικαιοσύνη καὶ ἐμεῖς νὰ ἀδικοῦμε. Ἡ ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀληθείας ἀπαιτοῦν συνέπεια στὴ ζωή μας. Οἱ ἀληθινοὶ ὁμολογητὲς εἶναι ἀληθινοὶ ἅγιοι. Αὐτοὺς θὰ ὁμολογήσει ὁ Χριστὸς μπροστὰ στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του, ὅπως ἀναφέρει στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Ὅποιος, λοιπόν, θέλει νὰ πάρει θέση κοντὰ στὸ Θεὸ καὶ νὰ λογίζετε τέκνο Του, πρέπει νὰ ὁμολογεῖ μὲ ὅλη του τὴ ζωή, παντοῦ καὶ πάντοτε, τὸ Χριστὸ χωρὶς νὰ σκέπτεται τὸ κοσμικὸ κόστος.

π.Ι.Κ

 

 

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022


 

Σήμερα αγαπητοί μου αδελφοί, τελειώνει η περίοδος του Πεντηκοσταρίου, κατά την οποία πανηγυρίσαμε την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και την Ανάληψή του στους ουρανούς, και κατά την οποία αναγιγνώσκεται το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, και από αύριο, Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, αρχίζει η περίοδος του Ματθαίου, η οποία φτάνει μέχρι την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Η χαρά όμως των πιστών δεν σταματά, γιατί η ημέρα της Πεντηκοστής αποτελεί την γενέθλιο ημέρα της Εκκλησίας, η οποία ζει εις τον αιώνα και δεν πρόκειται να καταλυθεί ούτε με την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, κατά τους αψευδείς του λόγους. Αφετηρία, επομένως, λογίζεται η σημερινή μέρα, ή μάλλον διαιώνιση της χαράς της Αναστάσεως, την οποία άλλωστε εορτάζουμε κάθε Κυριακή του έτους. Γιατί ο Χριστός έστειλε στον κόσμο, όπως υποσχέθηκε, άλλον Παράκλητο, δηλαδή άλλον βοηθό, συμπαραστάτη και παρηγοριά του κόσμου, το Άγιον Πνεύμα, το οποίο φωτίζει και αγιάζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, και όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας, και καλεί πάντας εις ενότητα, γιατί Εκκλησία είναι όνομα ενότητας και αγάπης. Πάνω δε από όλα, το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που επιτελεί τα ιερά Μυστήρια, με κορωνίδα πάντων την Θεία Ευχαριστία, και καθιστά τον μεν Χριστό παρόντα ανάμεσά μας, εντός του Αγίου Ποτηρίου, εμάς δε κοινωνούς του θεανθρώπινου σώματος και αίματος του σωτήρος Χριστού.

Μέσα στο πλήθος που είχε μαζευτεί για τη γιορτή της σκηνοπηγίας, την οποία γιόρταζαν οι Εβραίοι πενήντα μέρες μετά το Πάσχα, στάθηκε ο Ιησούς και με δυνατή φωνή είπε: “Όποιος διψά, ας έλθει σε εμένα να πιει, γιατί όπως λέει η Γραφή, εκείνος που πιστεύει σε εμένα θα αναβλύσει από μέσα του ποταμούς ύδατος ζώντος”. Ο Ιωάννης μας εξηγεί ότι με τα λόγια αυτά ο Χριστός εννοούσε το Άγιο Πνεύμα, το οποίο επρόκειτο να λάβουν όσοι Τον είχαν πιστέψει, γιατί ακόμα δεν υπήρχε το Άγιο Πνεύμα ανάμεσα στους ανθρώπους, μιας που ο Ιησούς δεν είχε ακόμα δοξαστεί, με την Ανάσταση και την Ανάληψή Του στους Ουρανούς. Όπως πάντα, έτσι και σε εκείνη την περίσταση διχάστηκε το πλήθος, και άλλοι έλεγαν ότι ο Ιησούς είναι προφήτης, ενώ άλλοι Τον αμφισβητούσαν. Κάποιοι πάλι, απεσταλμένοι από τους Φαρισαίους, βρισκόντουσαν εκεί με σκοπό να συλλάβουν τον Ιησού, όμως τελικά δεν το αποτόλμησαν, θαυμάζοντας τα λεγόμενά Του. Οι φαρισαίοι αγανακτούν, λέγοντας “μήπως κι εσείς πλανηθήκατε; είδατε κανένα από τους άρχοντες ή από τους φαρισαίους να έχει πιστέψει σε αυτόν; αλλά ο όχλος ο καταραμένος τον πιστεύει, που δεν γνωρίζει το νόμο”. Τέλος, στο επιχείρημα του νομομαθούς Νικοδήμου, που είχε γνωρίσει τον Χριστό και είχε συνομιλήσει μαζί Του, ότι ο νόμος δεν κρίνει κανένα αν προηγουμένως δεν τον ακούσει, απαντούν υπεροπτικά ότι εφόσον ο Ιησούς προέρχεται από τη Γαλιλαία, δεν μπορεί να είναι προφήτης.

Η πρώτη σκέψη που απορρέει από τη σημερινή διήγηση του Ευαγγελίου είναι ότι ο Χριστός αποτελεί την πηγή της ζωής, του ζώντος ύδατος, που ξεδιψά κάθε άνθρωπο που πιστεύει στον Ιησού Χριστό. Το είπε στη Σαμαρείτιδα, μας καλεί και σήμερα να έρθουμε κοντά Του και να γίνουμε δοχεία της ζωοποιού και αγιαστικής δύναμης του Αγίου Πνεύματος. Γιατί έχει την δύναμη, όπως ακριβώς έγινε με τους αγίους Αποστόλους, που από φοβισμένους μαθητές τους μεταμόρφωσε σε μια στιγμή σε διάπυρους κήρυκες και διδασκάλους, να φωτίσει την ύπαρξή μας, να αγιάσει τη ζωή μας, να μας προσφέρει την βεβαιότητα της Αναστάσεως και της σωτηρίας. Το Άγιο Πνεύμα, το οποίο έστειλε ο Χριστός στον κόσμο, είναι εκείνο που ενεργεί την ενότητα στην Εκκλησία, είναι εκείνο που επιτελεί τα Μυστήρια, που κατευθύνει τους πνευματικούς μας πατέρες και μας προφυλάσσει από τις παγίδες του νοητού εχθρού. Χωρίς την παρουσία του Αγίου Πνεύματος οι Απόστολοι δεν θα τολμούσαν να βγουν από το υπερώο της Ιερουσαλήμ, ούτε να κηρύξουν με παρρησία στον κόσμο τα όσα έζησαν. Χωρίς την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, οι Μάρτυρες δεν θα παρέμεναν ακλόνητοι στην πίστη και θα υπέκυπταν στις απειλές των τυράννων. Χωρίς την παρουσία του Αγίου Πνεύματος η Εκκλησία θα είχε καταλυθεί από τους διώκτες της αλλά και από τις αιρέσεις που σε κάθε εποχή προσπαθούν να πλανήσουν τα μέλη της. Χωρίς την παρουσία του Αγίου Πνεύματος οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν θα μπορούσαν με ομοφωνία να ορθοτομήσουν την Αλήθεια, μέσα από τις Οικουμενικές Συνόδους.

Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος αποτελεί το κριτήριο της Αληθείας και της γνησιότητας, και αυτό είναι το δεύτερο σημαντικό μήνυμα της σημερινής εορτής. Οι Φαρισαίοι αρνούνται τον Ιησού, και προτάσσουν ως σημείο αυθεντικότητας της γνώμης τους ότι ούτε αυτοί ούτε οι άρχοντες πιστεύουν στον Χριστό, αλλά ο όχλος που δεν γνωρίζει το νόμο. Αυτό το επιχείρημα το ακούμε ακόμα και σήμερα, όταν κάποιοι θέλουν να αμφισβητήσουν τις αλήθειες του Ευαγγελίου και της πίστεώς μας. Μας λένε ότι εφόσον έτσι πράττουν οι επιφανείς και οι γραμματιζούμενοι, κατά τον ίδιο τρόπο οφείλουμε κι εμείς να κινούμαστε. Για την Εκκλησία όμως δεν αποτελεί κριτήριο η γνώμη των πολλών, ούτε των επιφανών, ακόμα και αν πρόκειται για τους ίδιους τους ποιμένες της, αλλά ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος. Στην περίοδο της εικονομαχίας, για παράδειγμα, ακόμα και επίσκοποι και πατριάρχες είχαν πλανηθεί και έγιναν πολέμιοι της εικόνας του Χριστού και των Αγίων. Όταν όμως συγκλήθηκε Σύνοδος σύμφωνα με την τάξη και την Παράδοση της Εκκλησίας, τότε το Άγιο Πνεύμα ήταν εκείνο που κατεύθυνε τη σκέψη των επισκόπων και των μοναχών σε ομοφωνία και έτσι έχουμε την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, η οποία και αποκατέστησε την αληθινή πίστη και την προσκύνηση των ιερών εικόνων.

Ας ευχηθούμε επομένως και ας προσευχηθούμε, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να προσφέρει πλούσια τη χάρη και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας, ώστε να μας φωτίζει και να μας καθοδηγεί μέσα στην πολυφωνία και τη σύγχυση που επικρατεί στον κόσμο μας, ώστε να μας δείχνει πάντοτε την Αλήθεια και να μας προφυλάσσει από τις πλάνες και από τις παγίδες του εχθρού.

Πηγή

Σάββατο 4 Ιουνίου 2022

 


Η σημερινή Κυριακή Αγαπητοί μου αδελφοί είναι η έβδομη Κυριακή από το Πάσχα και μια Κυριακή πριν από την Πεντηκοστή, η Αγία μας Εκκλησία έχει αφιερώσει αυτήν την Κυριακή στην μνήμη των 318 Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. Η σύνοδος συνήλθε κατά πρόσκληση του Μέγα Κωνσταντίνου κατά το εικοστό έτος της βασιλείας του και είχε διάρκεια 3,5 χρόνια. Διακριθείσες μορφές της συνόδου ήταν ο Μέγας Αθανάσιος, ο Αλέξανδρος ο Κωνσταντινουπόλεως, ο Αλέξανδρος ο Αλεξανδρείας, ο Ευστάθιος ο Αντιοχείας, ο Μακάριος ο Ιεροσολύμων, ο Παφνούτιος, ο Σπυρίδων, ο Νικόλαος, κ.α.

Ως πρόεδροι της Συνόδου αναφέρονται ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, ο Ευστάθιος Αντιοχείας και ο Όσιος Κορδούης. Τιμητικά πρόεδρος ήταν ο αυτοκράτορας, ο οποίος παρακολουθούσε τις εργασίες της Συνόδου. Μορφή της Συνόδου αναδείχθηκε ο Μ. Αθανάσιος, ο οποίος τότε ως διάκονος συνόδευε τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας.  Η Α' Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Άρειο και τον Αρειανισμό. Ο Άρειος, που καταγόταν από τη Λιβύη και ήταν πρεσβύτερος στην εκκλησία της Βαυκάλεως, άρχισε να διατυπώνει τις απόψεις του σχετικά με την Αγία Τριάδα.  Δίδασκε ότι ο Θεός είναι ένας, αιώνιος και αγέννητος, τα άλλα όντα είναι κτίσματά του και ο Λόγος είναι το πρώτο κτίσμα του Θεού. Ο Λόγος δεν έχει σχέση με την ουσία του Πατρός, δεν είναι αιώνιος και ενώ ο ίδιος είναι δημιούργημα. Αν όμως δεν είναι Θεός, δεν είναι ούτε δημιουργός ούτε σωτήρας του κόσμου. Αν ο Ιησούς Χριστός δεν είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, τότε η Ανάστασή του δεν αποτελεί πανανθρώπινο γεγονός αλλά ένα αμφιλεγόμενο σημείο της ιστορίας. Αν δεν πιστεύουμε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, τότε το κήρυγμα της Αναστάσεως ευτελίζετε σε στείρα ηθικολογία. Αν ο Ιησούς Χριστός δεν είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, τότε τα λόγια του ήταν όλα ψεύτικα, τότε δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας, ούτε Ανάσταση, ούτε ζωή, ούτε συγγνώμη η οποία ανέτειλε εκ του τάφου.  

Ετσι οι Άγιοι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου διατύπωσαν τους πρώτους όρους ορθού Χριστιανικού δόγματος και ιδιαίτερα τα περί του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τον Ιησού Χριστό, ως ομοούσιον τω Θεώ Πατρί. Συνέταξε δε τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, ενώ θέσπισε και ιερούς κανόνες λύνοντας έτσι μικρά ή μεγάλα προβλήματα που βασάνισαν κατά καιρούς το Σώμα της Εκκλησίας του Χριστού. Οι 318 Θεοφόροι Πατέρες που τιμά σήμερα η Εκκλησία μας αγαπητοί μου αδελφοί, συζήτησαν όλοι μαζί και με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος οδηγήθηκαν στην σωστή διατύπωση της πίστης. Δεν ξεχώριζαν ο καθένας τον εαυτό του, ότι αυτός ξέρει καλύτερα, αλλά όλοι μαζί, ως εκκλησία και εντός της εκκλησίας, πρωτοστάτησαν σ΄ ένα αγώνα που κορυφώθηκε με τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου στην Νίκαια της Βυθηνίας προκειμένου η Ορθοδοξία μας να λάμπει σήμερα και να μας προσφέρει τις αστείρευτες πηγές της αλήθειας Της.

Η πίστη που μας παρέδωσε ο Κύριός μας αλλά και οι απόστολοι και οι πατέρες της Εκκλησίας μας, είναι ότι πιο πολύτιμο μπορούμε να έχουμε, είναι σαν φάρος στη ζωή μας. Έχουμε λοιπόν χρέος να ακολουθήσουμε τις δικές τους φωτεινές μορφές, οι οποίες μας ανεβάζουν σε κορυφές, όπου ο άνθρωπος μπορεί να γεύεται των καρπών της Θεογνωσίας.

π.Ι.Κ

Κυριακή 29 Μαΐου 2022

 

          Αγαπητοί μου αδελφοί βλέπουμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή πόσο γενναίος, τολμηρός, ακατάβλητος, ζηλευτός του Χριστού αγωνιστής, παρουσιάζεται ο εκ γενετής τυφλός. Αγωνιστής που πρέπει να τον έχουμε παράδειγμα θαυμαστό όλοι μας οι Χριστιανοί, και με τέτοιο θάρρος, με τόση τόλμη, με όμοιο ηρωισμό και ακατάβλητη γενναιότητα  να ομολογούμε και να υποστηρίζουμε την αγία μας Πίστη, την αγία και πανάμωμη και μοναδική στον κόσμο Πίστη και Θρησκεία του Σωτήρος ημών Χριστού.

          Προχωρούσε, λέει το Ευαγγέλιο, ο Κύριος μέσα από την Ιερουσαλήμ. Στον δρόμο που πήγαινε βλέπει έναν άνθρωπο, έναν νέο τυφλό εκ γενετής. Είχε γεννηθεί τυφλός και εξ αιτίας της παθήσεως αυτής ήταν φτωχός και ζητιάνος. Τον είδαν και οι μαθητές του Χριστού και ρωτούν τον Κύριό τους. Διδάσκαλε, ποιος έκανε τόσο πολλές και φρικτές αμαρτίες αυτός ο ίδιος ή οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός; Και το είπαν αυτό οι μαθητές γιατί ήξεραν πως έλεγε και η Γραφή, ότι «ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Ο Κύριος όμως τους απαντά ότι ούτε αυτός, που αφού ακόμη δεν είχε γεννηθεί, ήταν αδύνατον να αμαρτήσει, ούτε οι γονείς αυτού είχαν αμαρτήσει για να γεννηθεί τυφλός. Γεννήθηκε όμως τυφλός για να γίνει τώρα μεγάλο θαύμα και να φανερωθούν τα έργα του Θεού με το θαύμα που θα γίνει σ’ αυτόν. Έπειτα από αυτόν τον λόγο Του, ο Κύριος φτύνει κάτω, κάνει λάσπη με το σάλιο Του, με την λάσπη αυτή αλείφει τα μάτια του τυφλού και του λέει: Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο τυφλός πηγαίνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, νίβεται και γυρίζει στο σπίτι του με ανοιχτά τα μάτια. Το μέγα θαύμα είχε γίνει.

          Από εδώ και πέρα τώρα αρχίζει ο μεγάλος και τρομερός αγώνας μεταξύ Ιουδαίων και Φαρισαίων από το ένα μέρος και του πρώην τυφλού από το άλλο που με το θαύμα του Χριστού ανέβλεψε. Πρώτα-πρώτα οι γείτονές του που τον είδαν μα μάτια απορούν, αναρωτιόνται αν είναι αυτός που καθόταν στον δρόμο και ζητιάνευε, και άλλοι έλεγαν αυτός είναι, άλλοι πως δεν είναι αυτός, αλλά του μοιάζει. Αυτός πάλι έλεγε, πως εγώ είμαι. Μας πως έγινες καλά, πως άνοιξαν τα μάτια σου και βλέπεις, τον ρωτούσαν και τον ξαναρωτούσαν. Εκείνος τους έλεγε, κάποιος άνθρωπος που τον λένε Ιησού αυτός μου έκανε το μεγάλο καλό. Έκανε λάσπη, μου άλειψε με αυτήν τα μάτια, μου είπε να πάω να νιφτώ στου Σιλωάμ, εγώ πήγα και ενώ ήμουν από την γέννησή μου αόμματος, γύρισα με ορθάνοιχτα τα μάτια. Τον παίρνουν και τον πάνε τότε στους Φαρισαίους, αυτόν, τον κάποτε τυφλό. Ήταν δε Σάββατο τότε που έγινε και αυτό το θαύμα. Τον ρωτούν πάλι και οι Φαρισαίοι. Πως άνοιξαν τα μάτια σου και βλέπεις; Αυτός τους είπε πάλι τα ίδια. Ο Ιησούς Χριστός με τον πηλό του μου άνοιξε τα μάτια. Οι Φαρισαίοι τότε χωρίστηκαν σε δύο μέρη. Άλλοι, οι πιο φανατικοί έλεγαν, Αυτός ο άνθρωπος (ο Χριστός δηλαδή) δεν είναι καλός, δεν είναι θεοφοβούμενος. Απόδειξις είναι πως τα έργα του αυτά, τα θαύματα δηλαδή, τα κάνει το Σάββατο που είναι αργία και απαγορεύεται η εργασία. Αυτός είναι αμαρτωλός άνθρωπος. Οι άλλοι, οι πιο λογικοί, έλεγαν, Πως είναι δυνατόν άνθρωπος αμαρτωλός να έχει θεία δύναμη και να κάνει τέτοια θαύματα; Αδύνατον. Ρωτούν τότε τον πρώην τυφλό. Εσύ τί λές γι΄αυτόν; Επιμένεις να λες πως σου άνοιξε τα μάτια; Και τί ιδέα έχεις για αυτόν. Εγώ φρονώ και λέω, απαντά ο κάποτε τυφλός πως ο Χριστός είναι προφήτης.

          Κάνουν τώρα πως δεν τον πιστεύουν οι Ιουδαίοι και καλούν τους γονείς του νέου και τους ρωτούν. Αυτός είναι ο γυιός σας που λέτε πως γεννήθηκε τυφλός; Αν γεννήθηκε τυφλός, πως τώρα βλέπει; Ναι, αυτός είναι ο γυιός μας, απαντούν οι γονείς, και πράγματι τυφλός γεννήθηκε, αλλά πως τώρα βλέπει εμείς δεν ξέρουμε. Και γιατί ρωτάτε εμάς; Αυτόν να ρωτήσετε, ενήλικος είναι και ξέρει τί να σας απαντήσει.

           Τον καλούν πάλι μέσα στο συνέδριο τους οι Φαρισαίοι τον πρώην τυφλό και του λένε, Δόξασε τον Θεό που σε έκανε καλά. Ο Θεός σε γιάτρεψε, όχι αυτός ο Ιησούς. Αυτός είναι αμαρτωλός, μην τον προσέχεις. Αν είναι αμαρτωλός, απαντά εκείνος, εγώ δεν το ξέρω. Εγώ ένα ξέρω, πως ενώ ήμουν τυφλός, αυτός μου έδωσε μάτια. Πάλι τον ξαναρωτούν οι Φαρισαίοι. Για πες μας. Τί σου έκανε, πως σε γιάτρεψε, πως σου άνοιξε τα μάτια; Μα σας το είπα και σας το ξαναείπα. Γιατί με ξαναρωτάτε; Μήπως θέλετε να γίνετε και εσείς μαθητές του; Γεμάτοι θυμό τότε, οι Φαρισαίοι, του απαντούν. Εσύ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς είμαστε του Μωϋσέως μαθητές. Εμείς ξέρουμε πως στον Μωϋσή μίλησε ο Θεός. Αυτόν δεν τον ξέρουμε από που είναι. Εδώ ακριβώς είναι το παράδοξο και το εκπληκτικό, τους απαντά πάλι ο πρώην τυφλός, πως εσείς οι γραμματισμένοι και σοφοί δεν ξέρετε από που είναι ο Ιησούς και όμως αυτός που εσείς τον κατατρέχετε και τον συκοφαντείτε, αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Αιώνες τώρα δεν έχει ακουσθεί πως βρέθηκε άνθρωπος να ανοίξει τα μάτια κάποιου που γεννήθηκε τυφλός. Ο Ιησούς είναι από τον Θεό, γιατί αν δεν ήταν εκ Θεού, δεν θα μπορούσε τίποτα να κάνει. Τα θαυμαστά του όμως έργα μαρτυρούν πως είναι εκ Θεού. Οργισμένοι τότε οι Φαρισαίοι τον υβρίζουν και τον πετούν έξω από την Συναγωγή. Άκουσε ο Χριστός πως τον εξεδίωξαν και όταν τον βρήκε τον ρώτησε, Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού; Και ο πρώην τυφλός ρωτά, Και ποιός είναι, Κύριε, για να πιστέψω σε αυτόν; Και ο Κύριος του λέει, Εγώ είμαι που με βλέπεις και με ακούς να μιλώ μαζί σου. Και ο πρώην τυφλός είπε, Πιστεύω, Κύριε, και έπεσε κάτω και Τον προσκύνησε, ως Υιόν του Θεού και Σωτήρα του.

          Γενναίος, ηρωικός, ατρόμητος, ομολογητής και στρατιώτης του Χριστού ο εκ γενετής τυφλός. Τέτοιοι καλούμαστε να είμαστε όλοι οι Χριστιανοί. Να μην φοβόμαστε. Να μην δειλιάζουμε, έστω κι αν οι φρονούντες τα αντίθετα είναι πολλοί και με αξιώματα, και μεγάλοι και τρανοί. Εμείς οπλισμένοι με την πίστη του Χριστού την αγία, με θάρρος και γενναιότητα να ομολογούμε τον Χριστό μας. Αυτό είναι το ιερό καθήκον μας αλλά και η βεβαία σωτηρία μας. Γένοιτο

π.Ι.Κ

 

Σάββατο 21 Μαΐου 2022

 

Το Ευαγγέλιο της Σαμαρείτιδος, που ακούσαμε σήμερα κατά τη Θεία Λειτουργία, είναι μεστό νοημάτων τα οποία, πέρα από το καθαυτό γεγονός της συναντήσεως του Χριστού με αυτή τη γυναίκα, έχουν βαρύτητα και σημασία για τον καθένα μας. Κουρασμένος ο Χριστός από την οδοιπορία, στέκεται έξω από μια πόλη της Σαμάρειας, δίπλα στο πηγάδι του Ιακώβ, και στέλενει τους μαθητές Του να αγοράσουν τρόφιμα. Κάποια στιγμή έρχεται μία γυναίκα να πάρει νερό, και με αφορμή το αίτημα του Ιησού να Του προσφέρει να πιει, ξεδιπλώνεται ένας καταπληκτικός διάλογος. Τρία δε σημεία είναι και τα κυριώτερα. Το πρώτο, είναι η αντιπαραβολή του νερού του πηγαδιού με το “ὑδωρ τό ζῶν”. Ο Χριστός ζητάει από την Σαμαρείτιδα να του προσφέρει νερό για να ξεδιψάσει, και στην απορία της πώς ένας Ιουδαίος μιλά σε μια γυναίκα, και μάλιστα Σαμαρείτιδα, της αντιλέγει ότι εάν ήξερε με ποιόν μιλούσε, τότε η ίδια θα Του ζητούσε να της δώσει το ζωντανό ύδωρ, αυτό που όταν κανείς το γευτεί δεν πρόκειται να διψάσει ξανά, μιας που γίνεται μέσα του πηγή που αναβλύζει. Καί αυτή η πηγή δεν είναι άλλη από τον ίδιο το Χριστό, που φωτίζει και αγιάζει και αναζωογονεί κάθε άνθρωπο. Δεν είναι άλλη από τη χαρά της Αναστάσεως, που ανατρέπει το φθοροποιό έργο της αμαρτίας και αποκαθιστά τον κάθε άνθρωπο που δέχεται μέσα του τον Χριστό. Το δεύτερο σημείο είναι ότι ο Θεός ζητάει από τον άνθρωπο την “ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ” προσκύνηση. Στην ερώτηση της γυναίκας εάν πρέπει να προσκυνείται ο Θεός στο Ναό του Σολομώντα, κατά την ιουδαϊκή παράδοση, ή στο παρακείμενο βουνό, σύμφωνα με την παράδοση των Σαμαρειτών, ο Χριστός τονίζει τον τρόπο της προσκύνησης που αρμόζει στον Θεό: εφόσον ο Θεός είναι πνεύμα, η λατρεία προς Αυτόν οφείλει να είναι “ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ”. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία δεν είναι επομένως ο τόπος, ούτε οι εξωτερικοί τύποι, αλλά ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε τον Θεό. Η μία προϋπόθεση είναι “'εν πνεύματι”, δηλαδή ότι στην προσευχή μας δεν αρκεί να συμμετέχει το σώμα, αλλά κυρίως το πνεύμα μας, η διάνοιά μας, όλος μας ο ψυχικός κόσμος. Και επιπλέον, η προσευχή μας να βρίσκεται εντός του πνεύματος του Θεού, δηλαδή να είμαστε καθαροί κατά το δυνατόν όταν προσευχόμαστε από κάθε πειρασμό και πονηρό λογισμό και να ζητάμε τα πνευματικά πράγματα, τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας. Το “ἐν ἀληθείᾳ” πάλι, σημαίνει ότι για να λατρέψουμε σωστά τον Θεό οφείλουμε να γνωρίζουμε τις αλήθειες της πίστεώς μας και ότι η προσκύνησή μας δεν είναι ευπρόσδεκτη στον θεό, όταν είναι προσχηματική, υποκριτική ή και επίπλαστη, όταν δηλαδή δεν συμβαδίζει με τη ζωή μας και με τις πράξεις μας. Για να μπορέσουμε επομένως να δεχτούμε τον Χριστό στη ζωή μας, ώστε να γίνει μέσα μας πηγή που θα αναβλύζει και θα ξεδιψά τη ζωή μας, οφείλουμε να αγωνιστούμε να καθαρίσουμε τους εαυτούς μας και να γίνουμε αληθινοί προσκυνητές Του, “ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ”. Και το τρίτο σημαντικό σημείο της σημερινής περικοπής είναι ότι για πρώτη φορά ο Χριστός αποκλύπτει απερίφραστα την Θεότητά Του, και μάλιστα όχι σε κάποιον Ιουδαίο, αλλά στη Σαμαρείτιδα, σε μια αλλοεθνή. Και τύτο επειδή ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, δεν εξετάζει δηλαδή την καταγωγή ή το φύλλο ή την κοινωνική κατάσταση του ανθρώπου, αλλά αποκαλύπτεται σε εκείνους που είναι έτοιμοι να Τον δεχτούν στη ζωή τους, σε όσους είναι δεκτικοί της Χάριτός του. Αποκαλύπτεται όχι απαραίτητα στους “καθαρούς”, αλλά σε όσους, παρά την ενδεχόμενη και αναπόφευκτη αμαρτωλότητά τους, Τον επιζητούν με ταπείνωση, με πνεύμα συντετριμμένο, με καρδιά άδολη που αναγνωρίζει την πνευματική της αδυναμία και για τον λόγο αυτό δεν στρέφεται κατά των συνανθρώπων. Γι αυτό και είπε ότι οι άσημοι και οι αμαρτωλοί άνθρωποι είναι εκείνοι που εξαιτίας της ταπείνωσής τους θα εισέλθουν πρώτοι στον Παράδεισο και θα κληθούν Μεγάλοι. Η εποχή μας, όπως κάθε εποχή, ζητά και θα ζητά πάντα να ξεδιψάσει και να ξεκουραστεί πνευματικά. Για την επιδίωξη του σκοπού αυτού επινοούνται και επιστρατεύονται κάθε είδους ευκαιρίες αναψυχής, οι οποίες όμως είτε εστιάζονται στο σωματικό και υλικό μέρος του ανθρώπου, είτε δεν προσφέρουν πνευματική αναψυχή αλλά μάλλον πνευματική αποδόμηση. Ευρισκόμενοι μέσα στη χαρμόσυνη περίοδο της Αναστάσεως, ας μη λησμονούμε ότι η αληθινή χαρά, η μόνη που μπορεί να ξεδιψάσει την ύπαρξή μας, είναι ο ίδιος ο Χριστός. Και ότι για να Τον ελκύσουμε κοντά μας, οφείλουμε να Τον προσεγγίσουμε εν πνεύματι, εν αληθεία και εν ταπεινώσει.

Πηγή

Σάββατο 14 Μαΐου 2022

 

Η θεραπεία του παραλύτου της Βηθεσδά

Ιω. 5, 1-15

“Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω”, λέει ο Παραλυτικός της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής, “ώστε όταν έλθει ο άγγελος και ταράξει το ύδωρ της δεξαμενής, να με βάλει μέσα και να θεραπευτώ”. Εκφράζει την αγωνία του, που επί τριάντα οκτώ έτη υπομένει την ασθένειά του και καρτερεί να ζήσει κι εκείνος το θαύμα της θεραπείας και να γευτεί την έκτακτη από τον Θεό ευεργεσία. Και ο Χριστός, με ένα Του λόγο, τον προσκαλεί να σηκωθεί, και να πάρει στους ώμους του το κρεβάτι του πόνου και να περπατήσει μέχρι το σπίτι του.

Η αγία μας Εκκλησία έχει συμπεριλάβει την περικοπή αυτή στον κύκλο των Ευαγγελίων της Πασχαλίου περιόδου, συνδέοντας τρόπον τινά το θαύμα αυτό με την Ανάσταση του Χριστού, αλλά και με την δική μας προσωπική Ανάσταση. “Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω”, λέει ο παράλυτος, δεν έχω βοηθό στη θλίψη μου και στη δοκιμασία μου, αγωνίζομαι για να σωθώ αλλά μόνος μου δεν τα καταφέρνω, χρειάζομαι βοήθεια αλλά δεν την βρίσκω πουθενά, έχω ανάγκη από κάποιον δίπλα μου, αλλά κανείς δεν υπάρχει. Η εκ μέρους του Ιησού θεραπεία, αποτελεί και την απάντηση στην αγωνιώδη κραυγή του παραλύτου. Είναι σαν να του λέει “άνθρωπο δεν έχεις, αλλά έχεις εμένα, τον Θεάνθρωπο Λυτρωτή και Σωτήρα του κόσμου. Έχεις εμένα, που είμαι η πηγή της ιάσεως και της ζωής και της Αναστάσεως”.

Η παρουσία και η παρέμβαση του Χριστού αποτελεί απάντηση και για όλους εμάς. Συχνά αισθανόμαστε μόνοι, εγκαταλελειμμένοι από τους ανθρώπους, αβοήθητοι. Μας καταλαμβάνει η απόγνωση και η απελπισία, στην προσπάθειά μας να σηκωθούμε από τις πτώσεις που μας επιφυλάσσει η ζωή και η ανθρώπινη φύση μας, που ρέπει προς την φθορά και την αμαρτία. Νιώθουμε ότι οι δικές μας δυνάμεις δεν επαρκούν, έχουμε ανάγκη από ένα χέρι βοηθείας, από κάποιον να μας παρηγορήσει και να μας σηκώσει από το σημείο στο οποίο έχουμε καθηλωθεί. Και δυστυχώς, συχνά οι συνάνθρωποί μας είτε δεν αντιλαμβάνονται αυτή μας την ανάγκη, είτε δεν είναι σε θέση να μας βοηθήσουν, είτε ακόμα δεν έχουν την διάθεση να ασχοληθούν με κάτι πέρα από τον εαυτό τους.

Έχουμε όμως άνθρωπο. Έχουμε τον νικητή της φθοράς και του θανάτου, έχουμε τον αρχηγό της Ζωής, έχουμε την ελπίδα και την πηγή της Αναστάσεως. Τον Υιό και Λόγο του Θεού, που εξαιτίας της άπειρης αγάπης και φιλανθρωπίας Του έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε και Αναστήθηκε για να προσφέρει σε όλους μας την προοπτική και της δικής μας προσωπικής Αναστάσεως. Αρκεί να στηρίξουμε σε Αυτόν την ζωή μας και την ελπίδα μας, αρκεί να Τον αποδεχτούμε στη ζωή μας, αρκεί να καταφύγουμε σε Αυτόν, έστω σαν την τελευταία μας και μόνη μας ελπίδα. Κι Εκείνος, όπως έπραξε με τον παράλυτο, θα ανταποκριθεί στο κάλεσμα της καρδιάς μας και θα μας προσφέρει την πολυπόθητη λύτρωση, την σωτηρία από τα πάθη που μας ταλαιπωρούν, από τις συμφορές του βίου, από τις καθημερινές μας πτώσεις και κυρίως από την πνευματική μας αναπηρία.

Οι άνθρωποι πάντα περιμένουμε ένα θαύμα που θα ανατρέψει την αρνητική πορεία της ζωής μας. Οι κοινωνίες επίσης περιμένουν ένα θαύμα, μια έξωθεν σωτηρία, μια ανάσα στις δυσκολίες της καθημερινότητας, μια λύτρωση από την κακία που μέρα με τη μέρα πληθύνεται ανάμεσά μας. Επιρρίπτουμε συχνά τις ευθύνες γύρω μας, και περιμένουμε από όλους τους άλλους να βοηθήσουν στην απαλλαγή από το συλλογικό κακό. Αισθανόμαστε την κοινωνία μας να βρίσκεται σε τέλμα, σε αδυναμία για ανάκαμψη, και μας κυριεύει η απελπισία ότι κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει, κανείς δεν ενδιαφέρεται να μας σώσει.

Αντί όμως να ψάχνουμε δίπλα μας, ας κοιτάξουμε μάσα μας, και στη συνέχεια ας στρέψουμε το βλέμμα μας ψηλά. Ας ερευνήσουμε τα προσωπικά μας αίτια της θλίψης, στο βαθμό που ο καθένας μέσα του ευθύνεται, ας ομολογήσουμε την προσωπική μας αδυναμία και ανεπάρκεια, και ας ζητήσουμε από τον Χριστό να έλθει βοηθός μας και να θεραπεύσει πρώτα τον έσω άνθρωπο. Ας Του ζητήσουμε να θεραπεύσει και να αναστήσει πρώτα την ψυχή μας, που είναι και το δυσκολότερο, κι έπειτα να μας απαλλάξει από την τυχόν σωματική μας ασθένεια. Και μόλις νιώσουμε λίγο πιο δυνατοί, ας τρέξουμε σε ενίσχυση των αδελφών μας των αδυνάτων, προσφέροντάς τους την πολυπόθητη συμπαράσταση, την ανθρώπινη παρουσία μας και την κατά το δυνατόν βοήθειά μας.

Μόνο τότε θα πραγματοποιηθεί το θαύμα που όλοι περιμένουμε. Γιατί η Ανάσταση δεν είναι μόνο προϊόν της παρέμβασης και της ευεργεσίας του Θεού, αλλά και αποτέλεσμα της εκ μέρους μας αποδοχής Του, της μυστικής πνευματικής διεργασίας που συντελείται μέσα μας με τη σύμπραξη της δικής μας πρόθεσης και της Χάριτος του Θεού. Η Ανάσταση είναι το δώρο του Θεού στον άνθρωπο, που για να το ζήσουμε χρειάζεται μετάνοια, και κυρίως να αντικαταστήσουμε την απέλπιδα φράση “Κύριε, άνθρωπον οὐκ ἔχω” με το “Ναί, ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν, ναί, ἔρχου κύριε Ἰησοῦ” (Αποκ. 22, 20).

Πηγή

Παρασκευή 6 Μαΐου 2022

 

Ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί ἐπάνοδος πρός τήν ἀθάνατη ζωή τοῦ πρώτου ᾿Αδάμ πού καταβροχθίσθηκε ἀπό τόν θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καί διά τοῦ θανάτου ἐπαλινδρόμησε πρός τήν γῆ ἀπό τήν ὁποία ἐπλάσθηκε. ῞Οπως λοιπόν ἐκεῖνον στήν ἀρχή δέν τόν εἶδε κανείς ἄνθρωπος νά πλάττεται καί παίρνη ζωή, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, μετά δέ τήν λῆψι τῆς πνοῆς ζωῆς μέ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, διότι μετά ἀπό αὐτόν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα· ἔτσι τόν δεύτερο ᾿Αδάμ, δηλαδή τόν Κύριο, ὅταν ἀνίστατο ἀπό τούς νεκρούς, κανείς ἄνθρωπος δέν τόν εἶδε, ἀφοῦ δέν παρευρισκόταν κανείς δικός του καί οἱ στρατιῶτες πού ἐφύλασσαν τό μνῆμα ταραγμένοι ἀπό τόν φόβο εἶχαν γίνει σάν νεκροί, μετά δέ τήν ἀνάστασι πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, ὅπως ἀκούσαμε νά εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Μάρκος.διότι, λέγει, “ὅταν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀναστήθηκε τό πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή”.

Φαίνεται βέβαια σαφῶς ὅτι ὁ εὐαγγελιστής εἶπε καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, δηλαδή πρωί, καί ὅτι παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή καί ὅτι ἐφάνηκε ἀκριβῶς τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δέν λέγει ὅμως ἔτσι, ὅπως θά φανῆ ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικώτερα τά πράγματα. διότι λίγο παραπάνω καί αὐτός σέ συμφωνία μέ τούς ἄλλους εὐαγγελιστάς λέγει ὅτι αὐτή ἡ Μαρία ἦλθε καί προηγουμένως μαζί μέ τίς ἄλλες Μυροφόρες στόν τάφο, καί ἀφοῦ τόν εἶδε ἀδειανό ἀπῆλθε. ῞Ωστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολύ ἐνωρίτερα ἀπό τό πρωί πού τόν εἶδε. ᾿Επισημαίνοντας δέ καί τήν ὥρα ἐκείνη, δέν εἶπε ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλά πολύ πρωί.ἑπομένως ὡς ἀνατολή ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τό ἀμυδρό φῶς πού προτρέχει στόν ὁρίζοντα, τό ὁποῖο δηλώνοντας καί ὁ ᾿Ιωάννης λέγει ὅτι ἦλθε τό πρωί, ὅταν ἀκόμη ἦταν σκοτεινά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνημεῖο καί εἶδε τήν πέτρα σηκωμένη ἀπό τό μνημεῖο.

Δέν ἦλθε δέ μόνο πρός τό μνῆμα τότε αὐτή, κατά τόν ᾿Ιωάννη, ἀλλά καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μνῆμα, χωρίς νά ἰδῆ τόν Κύριο ἀκόμη. Τρέχει κι᾿ ἔρχεται πρός τόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, καί ἀναγγέλει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλ᾿ ὅτι μεταφέρθηκε ἀπό τόν τάφο, ὥστε δέν ἐγνώριζε ἀκόμη τήν ἀνάστασι. ῾Επομένως ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στή Μαρία ὄχι ἐντελῶς πρώτη, ἀλλά μετά τήν πλήρη ἔλευσι τῆς ἡμέρας. ῾Υπάρχει λοιπόν κάτι πού ἀναφέρεται συνεσκιασμένως ἀπό τούς εὐαγγελιστάς, τό ὁποῖο θ᾿ ἀποκαλύψω πρός τήν ἀγάπη σας.

Πραγματικά τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστό καί δίκαιο, ἐδέχθηκε ἀπό τόν Κύριο ἡ Θεοτόκος καί αὐτή εἶδε πρίν ἀπό ὅλους τόν ἀναστάντα καί ἀπήλαυσε τή θεία ὁμιλία του, καί ὄχι μόνο τόν εἶδε μέ τούς ὀφθαλμούς της καί ἔγινε αὐτήκοος αὐτοῦ, ἀλλά καί πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τά ἄχραντα πόδια του, ἔστω καί ἄν οἱ εὐαγγελισταί δέν τά λέγουν φανερά ὅλα αὐτά, μή θέλοντας νά προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τήν μητέρα, γιά νά μήν δώσουν ἀφορμή ὑποψίας στούς ἀπίστους. ᾿Επειδή δέ τώρα ἐμεῖς μέ τή χάρη τοῦ ἀναστάντος ὁμιλοῦμε πρός πιστούς καί ἡ ὑπόθεσις τῆς ἑορτῆς ἀπαιτεῖ ἐπείγουσα διευκρίνησι τῶν σχετικῶν μέ τίς Μυροφόρες, μέ τήν ἄδεια αὐτοῦ πού εἶπε “δέν ὑπάρχει κρυφό πού δέν θά γίνη φανερό”, θά τό φανερώσωμε καί τοῦτο.

Λοιπόν Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο μαζί μέ τήν Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατά τήν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καί ἐφρόντισαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου. ῞Οταν δηλαδή ὁ ᾿Ιωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Πιλᾶτο τό δεσποτικό σῶμα, τό κατέβασαν ἀπό τόν σταυρό, τό περιέβαλαν σέ σινδόνια μαζί μέ ἐκλεκτά ἀρώματα, τό ἐτοποθέτησαν σέ λαξευτό μνημεῖο, καί ἔβαλαν μεγάλη πέτρα ἐπάνω στή θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τόν εὐαγγελιστή Μάρκο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία πού ἐκαθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Μέ τήν φράσι καί ἡ ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τήν Θεομήτορα.διότι αὐτή ἐλεγόταν μητέρα καί τοῦ ᾿Ιακώβου καί τοῦ ᾿Ιωσῆ, πού ἦσαν ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ τόν Μνήστορα. Δέν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές παρατηρώντας, ὅταν ἐνταφιαζόταν ὁ Κύριος, ἀλλά καί ἄλλες γυναῖκες, ὅπως ἱστόρησε ὁ Λουκᾶς γράφοντας.“παρακολουθώντας κάποιες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει μαζί του ἀπό τήν Γαλιλαία, εἶδαν τό μνημεῖο καί τήν σ᾿ αὐτό τοποθέτησι τοῦ σώματός του. ἦσαν ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ᾿Ιωάννα καί ἡ Μαρία τοῦ ᾿Ιακώβου καί οἱ ἄλλες μαζί τους”.

᾿Αφοῦ δέ ἐπέστρεψαν, λέγει, ἀγόρασαν ἀρώματα καί μῦρα.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκριβῶς ὅτι αὐτός εἶναι ἀληθινά ἡ ὀσμή τῆς ζωῆς γιά ἐκείνους πού τόν πλησιάζουν μέ πίστι, ὅπως ὀσμή θανάτου καταλαμβάνει τούς ἕως τό τέλος ἀπειθεῖς, καί ἡ ὀσμή τῶν ἐνδυμάτων του, δηλαδή τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, εἶναι ἀνωτέρα ἀπό ὅλα τά ἀρώματα καί τό ὄνομά του εἶναι μῦρο χυμένο, μέ τό ὀποῖο ἐγέμισε θεία εὐωδία τήν οἰκουμένη. ῾Ετοιμάζουν λοιπόν μῦρα καί ἀρώματα, ἀφ᾿ ἑνός μέν πρός τιμήν τοῦ νεκροῦ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιά παρηγοριά ἀπό τή δυσωδία τοῦ σώματος, ὅταν θά ἔλειωνε, βοηθώντας μέ τήν ἀλοιφή των τούς ἐπιθυμοῦντας νά παραμένουν δίπλα.

᾿Αφοῦ λοιπόν ἑτοίμασαν τά μῦρα καί τά ἀρώματα, κατά τήν ἐντολή τό Σάββατο ἡσύχασαν.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκόμη τά ἀληθινά σάββατα, οὔτε εἶχαν γνωρίσει καλά τό εὐλογημένο ἐκεῖνο σάββατο πού μεταφέρει τή φύσι τους ἀπό τά βάραθρα τοῦ ἅδη στό ὁλόφωτο καί θεῖο καί οὐράνιο ὕψος. “Τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ”, ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, “ἦλθαν στό μνῆμα, φέροντας τά ἀρώματα πού ἑτοίμασαν”.ὁ δέ Ματθαῖος λέγει, “ἀργά τό Σάββατο, ξημερώνοντας τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος” καί ὅτι οἱ προσελθοῦσες εἶναι δύο.ὁ ᾿Ιωάννης “τό πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά”, καί ὅτι μιά εἶναι ἡ προσελθοῦσα, Μαρία ἡ Μαγδαληνή.ὁ δέ Μάρκος “πολύ πρωί τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος” καί ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ προσελθοῦσες.

Πρώτη λοιπόν τῆς ἑβδομάδος λέγουν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί τήν Κυριακή.ἀργά τό Σάββατο, ὄρθρο βαθύ, πολύ πρωί καί πρωί σκοτεινά ἀκόμη, ὀνομάζουν τόν χρόνο γύρω ἀπό τόν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπό φῶς καί σκότος.αὐτός ὁ χρόνος εἶναι, ἀφοῦ ἀρχίζει νά αὐγάζει τό ἀνατολικό μέρος τοῦ ὁρίζοντος πού προκαταγγέλλει τήν ἡμέρα. Μπορεῖ δέ κανείς παρατηρώντας ἀπό μακριά, πρός αὐτό, νά τό ἰδῆ νά ἀρχίζη νά χρωματίζεται ἀπό φῶς γύρω ἀπό τήν ἐνάτη ὥρα τῆς νυκτός, ὥστε ἕως τήν πλήρη ἡμέρα νά ὑπολείπωνται τρεῖς ὥρες.

Φαίνονται βέβαια νά διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταί μεταξύ τους τόσο γιά τήν ὥρα, ὅσο καί γιά τόν ἀριθμό τῶν γυναικῶν, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, οἱ Μυροφόρες ἦσαν πολλές, καί ἦλθαν στόν τάφο ὄχι μιά φορά, ἀλλά καί δύο καί τρεῖς φορές, συντροφιά μέν, ἀλλ᾿ ὄχι οἱ ἴδιες, καί κατά τόν ὄρθρο μέν ὅλες, ἀλλ᾿ ὄχι τόν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς, ἡ δέ Μαγδαληνή ἦλθε πάλι μόνη της καί ἔμεινε περισσότερο. Κάθε εὐαγγελιστής λοιπόν ἀναφέρει μιά προέλευσι μερικῶν καί παραλείπει τίς ἄλλες. ῞Οπως δέ ἐγώ ὑπολογίζω καί συνάγω ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστάς, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπα προηγουμένως, πρώτη ἀπό ὅλες ἦλθε στόν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί τήν Μαγδαληνή Μαρία. Τοῦτο κυρίως τό συμπεραίνω ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο. Διότι, λέγει, “ἦλθε ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ἄλλη Μαρία”, πού ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, γιά νά ἰδοῦν τόν τάφο. Καί ἰδού ἔγινε μέγας σεισμός.διότι ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, προσῆλθε, ἀπεκύλισε τήν πέτρα ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου κι᾿ ἐκαθόταν ἐπάνω σ᾿ αὐτήν.ἦταν δέ ἡ μορφή του σάν ἀστραπή καί τό ἔνδυμά του λευκό σάν τό χιόνι, ἀπό τόν φόβο δέ ἐμπρός του ἐταράχθηκαν οἱ φύλακες κι᾿ ἔγιναν σάν νεκροί”.

῞Ολες λοιπόν οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦλθαν μετά τό σεισμό καί τήν φυγή τῶν φυλάκων, κι᾿ εὑρῆκαν τόν τάφο ἀνοιγμένο καί τήν πέτρα ἀποκυλισμένη.ἡ δέ Παρθενομήτωρ ἔφθανε τή στιγμή πού ἐγινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καί ἀνοιγόταν ὁ τάφος καί οἱ φύλακες ἦσαν παρόντες, ἄν καί συγκλονισμένοι ἀπό τόν φόβο.γι᾿ αὐτό μετά τόν σεισμό αὐτοί ἀνασηκώθηκαν καί ἐκύτταξαν ἀμέσως νά φύγουν, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στή θέα. ᾿Εγώ πάντως νομίζω ὅτι γι᾿ αὐτήν πρώτη ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος τάφος (διότι γι᾿ αὐτήν πρώτη καί δι᾿ αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθῆ σ᾿ ἐμᾶς ὅλα, ὅσα εἶναι ἐπάνω στόν οὐρανό καί κάτω στή γῆ) καί ὅτι γι᾿ αὐτήν ἄστραπτε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε, ἄν καί ἡ ὥρα ἦταν ἀκόμη σκοτεινή, αὐτή μέ τό πλούσιο φῶς τοῦ ἀγγέλου ὄχι μόνο νά ἰδῆ τόν τάφο κενό, ἀλλά καί τά ἐντάφια νά εἶναι τακτοποιημένα καί πολυτρόπως νά μαρτυροῦν τήν ἔγερσι τοῦ ἐνταφιασθέντος.

῏Ηταν δέ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστής ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Διότι μόλις τήν εἶδε αὐτός νά σπεύδη πρός τόν τάφο, αὐτός πού παλαιότερα τῆς εἶχε εἰπεῖ, “μή φοβῆσαι, Μαρία, διότι εὑρῆκες χάρι ἀπό τόν Θεό”, σπεύδει καί τώρα καί κατεβαίνει νά εἰπῆ τό ἴδιο πάλι στήν ἀειπάρθενο καί νά ἀναγγείλη τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ γεννηθέντος ἀπό αὐτήν ἀσπόρως, νά σηκώση τήν πέτρα, νά ὑποδείξη τόν κενό τάφο καί τά ἐντάφια, κι᾿ ἔτσι νά ἐπιβεβαιώση τήν καλή ἀγγελία. Διότι, λέγει, “ἀποκρινόμενος ὁ ἄγγελος, εἶπε στίς γυναῖκες.μή φοβῆσθε ἐσεῖς, ζητεῖτε τόν ᾿Ιησοῦ, τόν ἐσταυρωμένο; ἀναστήθηκε.ἰδού ὁ τόπος ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος”. ᾿Εάν, λέγει, βλέπετε τούς φύλακες συγκλονισμένους ἀπό τόν φόβο, ἀλλά ἐσεῖς νά μήν φοβῆσθε. διότι γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε ᾿Ιησοῦν τόν ἐσταυρωμένο.ἐσηκώθηκε, δέν εἶναι ἐδῶ. Διότι αὐτός, ὄχι μόνο εἶναι ἀκράτητος ἀπό τοῦ ἅδη καί τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου τά κλεῖστρα καί τούς μοχλούς καί τίς σφραγίδες, ἀλλ᾿ εἶναι καί κύριος τῶν ἀθανάτων καί οὐρανίων ἀγγέλων μας καί μόνος αὐτός εἶναι Κύριος τοῦ σύμπαντος.“ἰδέτε”, λέγει, “τόν τόπον ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος καί πηγαίνετε γρήγορα νά εἰπῆτε στούς μαθητάς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς”.

“᾿Αφοῦ δέ ἐξῆλθαν”, λέγει, “μέ φόβο καί χαρά μεγάλη”. ᾿Εγώ νομίζω πάλι ὅτι τόν μέν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί οἱ ἄλλες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει ἕως τότε μαζί (διότι αὐτές δέν κατενόησαν τήν σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νά συλλάβουν τελείως τό φῶς, ὥστε νά ἰδοῦν καί μάθουν ἀκριβῶς), ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τή μεγάλη χαρά, διότι κατενόησε τά λόγια τοῦ ἀγγέλου καί παραδόθηκε ὁλόκληρη στό φῶς, ὡς τελείως καθαρά καί θείως χαριτωμένη, ἐγνώρισε μέ ὅλα αὐτά τήν ἀλήθεια κι᾿ ἐπίστευσε στόν ἀρχάγγελο, ἐπειδή αὐτός ἀπό πολύν καιρό τῆς ἐφάνηκε διά τῶν ἔργων ἀξιόπιστος. Πῶς ἄλλωστε, ἀφοῦ ἦταν παροῦσα στά γεγονότα ἡ θεόσοφος Παρθένος, δέν θά κατανοοῦσε τό συμβάν, ἀφοῦ δηλαδή εἶδε σεισμό, καί μάλιστα μεγάλο, ἄγγελο νά κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό, καί μάλιστα ἀστραποβόλο, τή νέκρωσι τῶν φυλάκων καί τοῦ λίθου τήν μετάθεσι, τήν κένωσι τοῦ τάφου καί τό μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, πού ἦσαν ἄλυτα καί συγκρατημένα μέ σμύρνα καί ἀλόη καί συγχρόνως ἐφαίνονταν ἀδειανά ἀπό τό σῶμα, καί ἐπί πλέον ἀφοῦ ἔλαβε τήν χαρμόσυνη πρός αὐτήν θέα καί ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου; ῞Οταν δέ ἐξῆλθαν μετά τόν εὐαγγελισμό τοῦτον, ἡ μέν Μαγδαληνή Μαρία, σάν νά μήν ἄκουσε κἄν τόν ἄγγελο, ἀφοῦ ἄλλωστε οὔτε ἐκεῖνος ὡμίλησε γι’ αὐτήν, διαπιστώνει μόνο τήν κένωσι τοῦ τάφου, χωρίς νά ἀναφέρει καθόλου τά ἐντάφια.καί τρέχει πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί τόν ἄλλο μαθητή, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης.

῾Η δέ Θεομήτωρ Παρθένος, συνοδευομένη ἀπό ἄλλες γυναῖκες, ἐπανερχόταν πάλι ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἦλθε.καί ἰδού, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος “ὁ ᾿Ιησοῦς τίς συνάντησε λέγοντας, χαίρεται”. Βλέπετε ὅτι καί πρίν ἀπό τήν Μαγδαληνή Μαρία ἡ Θεομήτωρ εἶδε αὐτόν πού γιά τήν σωτηρία μας ἔπαθε σαρκικά καί ἐτάφηκε καί ἀναστήθηκε; “Αὐτές δέ”, λέγει, “προσῆλθαν, ἔπιασαν τά πόδια του καί τόν προσκύνησαν”. ῞Οπως δέ, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζί μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία ἀπό τόν ἄγγελο, μόνο αὐτή κατάλαβε τή σημασία τῶν λόγων, ἔτσι καί μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συνάντησε τόν Υἱό καί Θεό, πρώτη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες εἶδε καί ἀναγνώρισε τόν ἀναστάντα καί προσπίπτοντας ἔπιασε τά πόδια του κι᾿ ἔγινε ἀπόστολός του πρός τούς ᾿Αποστόλους.

῞Οτι δέ ἡ Μαγδαληνή Μαρία δέν ἦταν μαζί μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν τάφο τήν συνάντησε καί τῆς παρουσιάσθηκε καί τῆς ὡμίλησε ὁ Κύριος, διδασκόμαστε ἀπό τόν ᾿Ιωάννη. διότι, λέγει, “τρέχει αὐτή πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί πρός τόν ἄλλο μαθητή, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς, καί λέγει σ᾿ αὐτούς, ἐσήκωσαν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν γνωρίζομε πού τόν ἐτοποθέτησαν”. Πῶς τάχα, ἄν τόν εἶδε καί τόν ἄγγισε μέ τά χέρια της καί τόν ἄκουσε νά ὁμιλῆ, θά ἔλεγε τέτοια πράγματα, ὅτι τόν ἐσήκωσαν καί τόν μετέθεσαν, ποῦ ὅμως, δέν γνωρίζομε; ᾿Αλλά μετά τό δρόμο τοῦ Πέτρου καί τοῦ ᾿Ιωάννη πρός τόν τάφο καί τήν ἐκεῖ θέα τῶν σινδονιῶν καί τήν ἐπιστροφή, λέγει, “ἡ δέ Μαρία ἐστεκόταν κόντα στό μνημεῖο ἔξω κλαίοντας”.

Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δέν τόν εἶχε ἰδεῖ ἀκόμη, ἀλλ᾿ οὔτε κἄν εἶχε πληροφορηθῆ σχετικά; Καί ὅταν δέ τήν ἐρώτησαν οἱ παρουσιασθέντες ἄγγελοι, γυναῖκα, “γιατί κλαίεις”, ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σάν γιά νεκρό. Καθώς δέ ἐστράφηκε καί εἶδε τόν ᾿Ιησοῦ, οὔτε τότε δέν ἐκατάλαβε, ἀλλά ἐρωτωμένη ἀπό αὐτόν, τί κλαίει, ἀπαντᾶ παρόμοια, ἕως ὅτου ἐκεῖνος, καλώντας την ὀνομαστικά, παρουσίασε τόν ἑαυτό του ζωντανό. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας καί αὐτή καί ζητώντας νά προσφέρη τόν ἀσπασμό στά πόδια ἐκείνου, ἄκουσε ἀπό αὐτόν τίς λέξεις, “μή μ᾿ ἐγγίζης”. ᾿Από αὐτό μαθαίνομε ὅτι, ὅταν προηγουμένως ἐφάνηκε στή μητέρα καί στίς γυναῖκες πού ἦσαν μαζί, μόνο σ᾿ αὐτήν ἐπέτρεψε νά πιάση τά πόδια του, ἄν καί ὁ Ματθαῖος ἀποδίδει τοῦτο καί στίς ἄλλες γυναῖκες, μή θέλοντας γιά τήν αἰτία πού εἴπαμε στήν ἀρχή νά προβάλη φανερά τήν μητέρα στό θέμα αὐτό.

᾿Αφοῦ δέ πρώτη ἦλθε στόν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καί πρώτη ἐδέχθηκε τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως, ἔπειτα ἦλθαν πολλές μαζί, εἶδαν καί ἐκεῖνες τήν πέτρα ἀποκυλισμένη καί ἄκουσαν τούς ἀγγέλους, πού ἐπιστρέφοντας μέ τό ἄκουσμα αὐτό καί τήν θέα ἐχωρίσθηκαν. ῎Αλλες, ὅπως λέγει ὁ Μάρκος, “ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα, κυριαρχημένες ἀπό φόβο καί ἔκστασι καί δέν εἶπαν σέ κανένα τίποτε, διότι ἐφοβοῦνταν“.ἄλλες ἀκολούθησαν τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, καί αὐτές ἦσαν πού ἐπέτυχαν τήν θέα καί συνομιλία τοῦ Δεσπότη. ῾Η δέ Μαγδαληνή ἐπῆγε στόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, μαζί μέ τούς ὁποίους ἔρχεται πάλι μόνη στόν τάφο.ὅταν δέ ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν, αὐτή παραμένοντας ἀξιώνεται τῆς δεσποτικῆς θέας, στέλλεται καί αὐτή πρός τούς ᾿Αποστόλους καί ἔρχεται πάλι πρός αὐτούς, γιά ν᾿ ἀπαγγείλη σέ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης, “ὅτι εἶδε τόν Κύριο, πού εἶπε σ᾿ αὐτήν αὐτά”. Αὐτή λοιπόν ἡ θέα λέγει καί ὁ Μάρκος ὅτι ἔγινε πρωί, δηλαδή κατά τήν πλήρη ἀρχή τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ ἐπέρασε ὅλος ὁ ὄρθρος, ἀλλά δέν ἰσχυρίζεται ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἤ ἡ πρώτη ἐμφάνισίς του.

῎Εχομε λοιπόν τά συμβάντα ἐξακριβωμένα καί τήν ἀπό τήν ἀρχή ζητουμένη συμφωνία τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν ὡς πρός αὐτά. Οἱ δέ μαθηταί κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τήν ἴδια, ἐνῶ ἄκουσαν ἀπό τίς Μυροφόρες καί τόν Πέτρο, καθώς καί ἀπό τόν Λουκᾶ καί τόν Κλεόπα, ὅτι ὁ Κύριος ζῆ καί ἐθεάθηκε ἀπό αὐτές, ἀπίστησαν.γι᾿ αὐτό ὀνειδίζονται ἀπό αὐτόν, ὅταν τούς ἐμφανίσθηκε ὕστερα, καθώς ἦσαν συναθροισμένοι μαζί. ῞Οταν ὅμως παρέστησε τόν ἑαυτό του ζωντανό κατά πολλούς τρόπους καί πολλές φορές, ὄχι μόνο ἐπίστευσαν ὅλοι, ἀλλά καί ἐκήρυξαν παντοῦ.“ὁ λόγος τους ἐξῆλθε σέ ὅλη τή γῆ καί τά ρήματά τους ἔφθασαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης”, “ἐνῶ ὁ Κύριος συνεργοῦσε καί ἐβεβαίωνε τόν λόγο μέ τά συνοδευτικά θαύματα”.διότι τά θαύματα ἦσαν ἀναγκαιότατα, μέχρις ὅτου κηρυχθῆ ὁ λόγος σέ ὅλη τή γῆ. ᾿Αλλά χρειάζονται μέν σημεῖα καί τεράστια θαύματα πρός παράστασι καί βεβαίωσι τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματος.χρειάζονται ὅμως σημεῖα, ἀλλ᾿ ὄχι τεράστια πρός παράστασι αὐτῶν πού ὑποδέχθηκαν τόν λόγο, ἄν βεβαίως ἐπίστευσαν. Ποιά δηλαδή σημεῖα; Τά ἀπό τά ἔργα. “Δεῖξε μου”, λέγει, “τήν πίστη σου ἀπό τά ἔργα σου”, καί “ποιός εἶναι πιστός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή διαγωγή”. Ποιός θά πιστεύση πραγματικά ὅτι ἔχει διάνοια θεία καί ὑψηλή, καί θά ἐλέγαμε οὐράνια, ὅπως εἶναι ἡ εὐσέβεια, αὐτός πού ἐπιδίδεται σέ φαῦλα ἔργα καί εἶναι προσηλωμένος στή γῆ καί στά γήινα;

Δέν ὠφελεῖ τίποτε λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν λέγη κανείς ὅτι ἔχει θεία πίστι, δέν ἔχει ὅμως ἔργα κατάλληλα στήν πίστι. Τί ὠφέλησαν οἱ λαμπάδες τίς μωρές παρθένους, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἔλαιο, δηλαδή τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπαθείας; Τί ὠφέλησε ἡ ἐπίκλησις τοῦ ᾿Αβραάμ σάν πατρός τόν πλούσιο ἐκεῖνον πού τηγανιζόταν στήν ἄσβεστη φλόγα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσυμπαθείας πρός τόν Λάζαρο; Τί ὠφέλησε ἡ δῆθεν εὐπείθεια πρός τήν πρόσκλησι ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπον πού δέν εἶχε ἀποκτήσει διά τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἔνδυμα κατάλληλο γιά τό θεῖο γάμο καί γιά τόν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυμφῶνα; Προσκλήθηκε μέν καί προσῆλθε, διότι ἐπίστευσε ὁπωσδήποτε, καί παρακάθησε μέ τούς ἁγίους ἐκείνους συνδαιτυμόνες, ἀλλ᾿ ὅταν ἐξεσκεπάσθηκε καί καταισχύνθηκε, ὡς ἐνδεδυμένος τήν φαυλότητα ἀπό τά ἤθη καί τίς πράξεις ἐδέθηκε ἀνηλεῶς χειροπόδαρα κι᾿ ἐρρίφθηκε στή γέεννα τοῦ πυρός, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ κλαυθμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων.

Αὐτήν εἴθε νά μή τήν δοκιμάση κανείς Χριστιανός, ἀλλ᾿ ἐπιδεικνύοντας ὅλοι διαγωγή πρέπουσα στήν πίστι, νά εἰσέλθωμε στόν νυμφώνα τῆς ἄφθαρτης εὐφροσύνης καί νά ζήσωμε αἰωνίως μαζί μέ τούς ἁγίους ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία ὅλων τῶν εὐφραινομένων. Γένοιτο.

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, 

ομιλία του για την 

Κυριακή των Μυροφόρων. 

Αρχιστράτηγοι Θεού, Λειτουργοί θείας δόξης, των ανθρώπων οδηγοί και Αρχηγοί Ασωμάτων

Αρχιστράτηγοι Θεού, Λειτουργοί θείας δόξης, των ανθρώπων οδηγοί και Αρχηγοί Ασωμάτων
Οι Άγγελοι του Θεού εισί λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Recent Posts

Συνολικές προβολές σελίδας

p.Ioannis Kiparissopoulos. Από το Blogger.