Τρίτη 19 Ιουλίου 2022



Δ’ Οικουμενική Σύνοδος (451)

 έτος: 451

τόπος: Χαλκηδόνα

αριθμός Πατέρων: 600

αυτοκράτορας: Μαρκιανός          

μορφή:                   

αίρεση: Μονοφυσιτισμός

απόφαση: Χριστολογικό δόγμα (Υποστατική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού).

 

Μέσα στην ένταση που προκλήθηκε από τη διαίρεση των δύο φύσεων του Χριστού, την οποία είχε εισαγάγει ο Νεστόριος, προέκυψε και ένα άλλο θέμα που το εισάγει τώρα ο αρχιμανδρίτης Ευτυχής. Ηγούμενος ενός από τα πιο μεγάλα μοναστήρια στην Κωνσταντινούπολη, πολύ γνωστός και σεβαστός στην πρωτεύουσα για την αυστηρή ασκητική ζωή του, δεν θέλησε να δεχτεί ούτε τις απόψεις του Νεστορίου ούτε τις θέσεις της ορθοδοξίας. Ήταν αντίπαλος του Νεστορίου και θεωρούσε αιρετικούς όλους όσους δέχονταν δύο φύσεις στο Χριστό, εισάγοντας τον λεγόμενο μονοφυσιτισμό, του οποίου αναδείχτηκε αρχηγός του.

Κατά τον Ευτυχή, η ένωση των δύο φύσεων είναι γεγονός και μάλιστα συντελείται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να ξεπερνάει τη φυσική μίξη και την ουσιαστική ένωση. Η ανθρώπινη φύση παύει να υπάρχει, απορροφάται από τη θεία και εξαφανίζεται. Χαρακτήριζε την ένωση των δύο φύσεων ως κράση και σύγκραση στην οποία η ανθρώπινη φύση απορροφήθηκε εντελώς από τη θεία. Ο Ευτυχής δεχόταν μία υπόσταση και ένα πρόσωπο στον ενανθρωπήσαντα Λόγο και έλεγε ότι πριν από την ένωση υπήρχαν δύο φύσεις, μετά την ένωση όμως υπήρχε μία φύση, του Θεού Λόγου. Το σώμα του Χριστού ήταν ανθρώπινο αλλά όχι ίδιας ουσίας με εμάς γιατί ήταν Θεός. Μετά την ένωση με το Θείο Λόγο έλεγε ότι η ανθρώπινη φύση θεώθηκε χωρίς όμως να προσδιορίζει τη θέωση αυτή. Αντιλαμβανόταν το Χριστό μετά την ένωση των δύο φύσεων ως εντελώς ξένο με την ανθρώπινη φύση.

Εναντίον του Ευτυχή σημειώθηκαν αντιδράσεις στην Κωνσταντινούπολη. Το 448 στην ενδημούσα σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως ο Ευτυχής ούτε τις ιδέες του αναθεμάτισε ούτε την ορθή πίστη ομολόγησε και τελικά καταδικάστηκε. Του αφαιρέθηκε το αξίωμα του ηγουμένου και του πρεσβυτέρου και αφορίστηκε. Παρ’ όλα αυτά δεν υποχώρησε. Τον ίδιο χρόνο ο πάπας Λέων, μετά την απόφαση της συνόδου, έγραψε στον Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως την περίφημη δογματική επιστολή του, τον Τόμο, όπου αντιτάχθηκε στη φράση του Ευτυχή που έκανε λόγο για μία φύση ύστερα από την ένωση. Οι δύο φύσεις δεν συγχέονται και δεν αναμιγνύονται όμως η μοναδικότητα της προσωπικότητας επιτρέπει την κοινοποίηση των ιδιωμάτων στις πράξεις και τις ενέργειές της κάθε μιας από τις δύο φύσεις.

Το 449 συγκλήθηκε στην Έφεσο σύνοδος με σκοπό να αθωώσει τον Ευτυχή. Πρόεδρος αυτής της συνόδου ήταν ο Διόσκορος Αλεξανδρείας, φίλος του Ευτυχή. Μετείχαν παπικοί αντιπρόσωποι στους οποίους αρνήθηκαν να διαβάσουν επιστολές του πάπα. Με δολοπλοκίες, για να έχει την πλειοψηφία, ο Διόσκορος αναγνώρισε ως ορθόδοξο τον Ευτυχή και τον αποκατέστησε αν και επανέλαβε τη γνωστή θέση του: δύο φύσεις προ της ενώσεως και μία μετά την ένωση. Καθαίρεσαν και αφόρισαν το Φλαβιανό Κωνσταντινουπόλεως, και ερήμην τον Ίβα Εδέσσης και το Θεοδώρητο Κύρου. Οι παπικοί αντιπρόσωποι έφυγαν και εξέθεσαν τα συμβάντα στον πάπα, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε σφοδρά στον αυτοκράτορα και χαρακτήρισε τη σύνοδο «ληστρική». Η σύνοδος αυτή, αν και συγκλήθηκε ως οικουμενική, ποτέ δεν αναγνωρίστηκε ως τέτοια, απεναντίας έμεινε στην ιστορία ως «ληστρική».

Ήταν ανάγκη να πραγματοποιηθεί σύνοδος για λυθεί το θέμα. Ο αυτοκράτορας Μαρκιανός (450-457) συγκάλεσε τη σύνοδο, στην οποία πήγαν αντιπρόσωποι του πάπα και 520 αρχικά και μετά 600 επίσκοποι. Επικυρώθηκε η καταδίκη του Ευτυχή· δικάστηκε και καταδικάστηκε ο Διόσκορος Αλεξανδρείας.

Η Σύνοδος έκανε την πρώτη συνεδρίασή της στη Χαλκηδόνα στις 8 Οκτωβρίου 451 στο ναό της αγίας Ευφημίας. Η διαδικασία υπήρξε άψογη, διαλογική και δημοκρατική έτσι ώστε θεωρείται σύνοδος πρότυπο. Η Εκκλησία μας εορτάζει την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο στις 11 Ιουλίου μαζί με την αγία Ευφημία.

Η Σύνοδος συνέταξε όρο, ο οποίος είναι γνωστός ως «όρος της Χαλκηδόνας» και ως «δόγμα της Χαλκηδόνας». Αυτός ο περιώνυμος δογματικός όρος σφραγίζει έντονα τη διακήρυξη της ορθόδοξης πίστης από το ένα μέρος και καταδικάζει κατηγορηματικά τις αιρέσεις του Απολλιναρίου, του Νεστορίου και του Ευτυχούς από το άλλο. Το λιτό και άκρως περιεκτικό κείμενο του όρου αντικαθρεφτίζει όλες τις ορθόδοξες πηγές, τα πρακτικά των προηγούμενων Συνόδων, τον Τόμο του πάπα Λέοντα Α’, την έκθεση πίστεως των «διαλλαγών» του 433, αλλά η βάση αυτού του συνοδικού κειμένου είναι η κυρίλλεια θεολογία.

«Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις πατράσιν, ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν συμφώνως άπαντες εδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής  λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την θεότητα, και ομοούσιον ημίν τον αυτόν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα όμοιον ημίν χωρίς αμαρτίας προ αιώνων μεν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ’ εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν δι’ ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της παρθένου της θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, υιόν, κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης δια την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις εν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα και τον αυτόν υιόν μονογενή, Θεόν Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν, καθάπερ άνωθεν οι προφήται περί αυτού και αυτός ημάς ο Κύριος Ιησούς Χριστός εξεπαίδευσε και το των πατέρων ημίν παραδέδωκε σύμβολο».

Με την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο κλείνει μια βασική και επώδυνη φάση των χριστολογικών ερίδων και των θεολογικών ζυμώσεων. Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας με τον περιώνυμο δογματικό όρο καταδίκασε όλες τις προηγούμενες σοβαρές χριστολογικές αιρέσεις του Απολλιναρίου, του Νεστορίου και του Ευτυχούς, που τάραξαν την Αυτοκρατορία του Βυζαντίου και συνάμα προβλημάτισαν και την Εκκλησία της Ρώμης. Οι συζητήσεις ήταν οξύτατες και οι σκληρές διαμάχες αμείλικτες. Δύο Οικουμενικές Σύνοδοι, η Γ’ της Εφέσου (431) και η Δ’ της Χαλκηδόνας (451), αντιμετώπισαν τις παραπάνω αιρέσεις, καταδίκασαν τους αιρεσιάρχες και αποσαφήνισαν τα δόγματα της ορθόδοξης θεολογίας.

 Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος αποσαφήνισε καταρχήν τους όρους. Για μια ακόμα φορά επικυρώθηκαν επίσημα οι θεολογικοί όροι: φύση, ουσία, υπόσταση, πρόσωπο. Η υπόσταση ή το πρόσωπο, και στην προκειμένη περίπτωση όπως και στο τριαδικό δόγμα, σημαίνει το ιδιαίτερο, το ένα και μοναδικό. Η φύση ή η ουσία σημαίνει το κοινόν. Επίσης, αποσαφήνισε τον τρόπο της ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού.

Η Σύνοδος συνέταξε 30 κανόνες διοικητικού χαρακτήρα για κληρικούς, μοναχούς, διακόνισσες και παρθένες.

Ο 28ος κανόνας είχε σκοπό να καθορίσει τα προνόμια του επισκοπικού θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, σε συσχετισμό με τον 3ο κανόνα της Β’ Οικουμενικής Συνόδου (381). Η εκκλησιαστική ανύψωση και τοποθέτηση της Κωνσταντινουπόλεως δίπλα στη Ρώμη έγινε γιατί αυτή ήταν η δεύτερη Ρώμη και η έδρα του αυτοκράτορα. Η Αλεξάνδρεια έρχεται στην τρίτη θέση και ακολουθούν οι θρόνοι της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων. Το κριτήριο για την ανύψωση του θρόνου είναι η πολιτική σημασία της έδρας και όχι η αποστολικότητα.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι η Σύνοδος ύψωσε τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως πάνω από τους αρχιεπισκόπους των αρχαίων θρόνων της Ηρακλείας, Καισαρείας και Εφέσου, γιατί του έδωσε το δικαίωμα της χειροτονίας των μητροπολιτών των διοικήσεών τους και έτσι τους εξάρτησε από αυτόν.

Η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος δεν έγινε αποδεκτή από όλους, κυρίως όμως από τις ποικίλες ομάδες των μονοφυσιτών. Μετά από αυτή τη Σύνοδο, μονοφυσίτες θεωρήθηκαν όσοι μιλούσαν για μία φύση στο Χριστό μετά την ένωση άσχετα αν προσέθεταν και το ασυγχύτως και ατρέπτως. Την εποχή αυτή η Αυτοκρατορία του Βυζαντίου συγκλονίστηκε και τελικά ακρωτηριάστηκε· χάθηκαν ανατολικές επαρχίες για λόγους πολιτικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς. Κύριο αίτιο δεν ήταν μονάχα ο μονοφυσιτισμός, αλλά βοήθησε κι αυτός τις τάσεις ανεξαρτησίας και εχθρότητας κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας και κατά του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Τελικά αποσπάστηκαν η Συρία, η Παλαιστίνη και η Αίγυπτος και έγιναν εύκολη λεία των Αράβων. Τέσσερεις μεγάλες μονοφυσιτικές Εκκλησίες αποτέλεσαν ιδιαίτερους κλάδους: η Αρμενική, η Ιακωβιτική, η Κοπτική και η Αιθιοπική. Στο σύνολό τους οι Εκκλησίες αυτές διατήρησαν κατά πολύ το ορθόδοξο ήθος και καλούνται Αντιχαλκηδόνιες, αλλά η πιο επιτυχής ονομασία είναι, η επικρατέστερη σήμερα, Προχαλκηδόνιες. Ο λόγος είναι προφανής· η διαφορά δεν είναι θέμα αντίθεσης αλλά πρόκειται για μια ιδιαίτερη τάση εξαιτίας της διαφορετικής πολιτιστικής και θεολογικής κατάστασης αυτών των ανατολικών λαών που δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τις θεολογικές εξελίξεις ούτε να τις ακολουθήσουν μετά. Προσπάθειες για διαλογική επαφή έγιναν αμέσως μετά τη σύνοδο από τον 5ο ως τον 7ο αι., αλλά δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Τον 12ο αι. οι προσπάθειες οργανώθηκαν συστηματικά, αλλά κι αυτές δεν απέδωσαν τίποτα. Σήμερα γίνεται διάλογος στα πλαίσια της οικουμενικής κίνησης, με τις τέσσερεις αυτές Εκκλησίες και με την Εκκλησία του Μαλαμπάρ των Ινδιών. Ύστερα από αλλεπάλληλες ανεπίσημες διασκέψεις ορθόδοξων και προχαλκηδόνιων θεολόγων από το 1971 ο διάλογος άρχισε να παίρνει επίσημο χαρακτήρα.   

Αμοιρίδου Ευαγγελία

Καθηγήτρια Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.


0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Αρχιστράτηγοι Θεού, Λειτουργοί θείας δόξης, των ανθρώπων οδηγοί και Αρχηγοί Ασωμάτων

Αρχιστράτηγοι Θεού, Λειτουργοί θείας δόξης, των ανθρώπων οδηγοί και Αρχηγοί Ασωμάτων
Οι Άγγελοι του Θεού εισί λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Recent Posts

Συνολικές προβολές σελίδας

p.Ioannis Kiparissopoulos. Από το Blogger.