Δευτέρα 30 Μαΐου 2022


Ο Ιερός Ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχών Παλαιού Κεραμιδίου ανακοινώνει ότι το Βράδυ της Τρίτης 31 Μαΐου και ώρα 9.00μ.μ. θα τελεσθεί Ιερά Αγρυπνία επί τη Αποδόσει της Εορτής του Πάσχα. 

Κατά την Ακολουθία θα ψαλούν τροπάρια και κανόνες αποδόσεως της εορτής του Τυφλού, προεόρτια της Αναλήψεως, η Ενάτη του Πάσχα και στη συνέχεια θα ακολουθήσει ο Εσπερινός του Πάσχα, ο Όρθρος της Εορτής και η Θεία Λειτουργία.

Σας περιμένουμε να συνεορτάσουμε Αναστάσιμα στην ησυχία της βραδιάς και να ανοίξουμε την καρδιά μας στην Αγάπη.

Εκ του Ιερού Ναού

Κυριακή 29 Μαΐου 2022

 

          Αγαπητοί μου αδελφοί βλέπουμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή πόσο γενναίος, τολμηρός, ακατάβλητος, ζηλευτός του Χριστού αγωνιστής, παρουσιάζεται ο εκ γενετής τυφλός. Αγωνιστής που πρέπει να τον έχουμε παράδειγμα θαυμαστό όλοι μας οι Χριστιανοί, και με τέτοιο θάρρος, με τόση τόλμη, με όμοιο ηρωισμό και ακατάβλητη γενναιότητα  να ομολογούμε και να υποστηρίζουμε την αγία μας Πίστη, την αγία και πανάμωμη και μοναδική στον κόσμο Πίστη και Θρησκεία του Σωτήρος ημών Χριστού.

          Προχωρούσε, λέει το Ευαγγέλιο, ο Κύριος μέσα από την Ιερουσαλήμ. Στον δρόμο που πήγαινε βλέπει έναν άνθρωπο, έναν νέο τυφλό εκ γενετής. Είχε γεννηθεί τυφλός και εξ αιτίας της παθήσεως αυτής ήταν φτωχός και ζητιάνος. Τον είδαν και οι μαθητές του Χριστού και ρωτούν τον Κύριό τους. Διδάσκαλε, ποιος έκανε τόσο πολλές και φρικτές αμαρτίες αυτός ο ίδιος ή οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός; Και το είπαν αυτό οι μαθητές γιατί ήξεραν πως έλεγε και η Γραφή, ότι «ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Ο Κύριος όμως τους απαντά ότι ούτε αυτός, που αφού ακόμη δεν είχε γεννηθεί, ήταν αδύνατον να αμαρτήσει, ούτε οι γονείς αυτού είχαν αμαρτήσει για να γεννηθεί τυφλός. Γεννήθηκε όμως τυφλός για να γίνει τώρα μεγάλο θαύμα και να φανερωθούν τα έργα του Θεού με το θαύμα που θα γίνει σ’ αυτόν. Έπειτα από αυτόν τον λόγο Του, ο Κύριος φτύνει κάτω, κάνει λάσπη με το σάλιο Του, με την λάσπη αυτή αλείφει τα μάτια του τυφλού και του λέει: Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο τυφλός πηγαίνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, νίβεται και γυρίζει στο σπίτι του με ανοιχτά τα μάτια. Το μέγα θαύμα είχε γίνει.

          Από εδώ και πέρα τώρα αρχίζει ο μεγάλος και τρομερός αγώνας μεταξύ Ιουδαίων και Φαρισαίων από το ένα μέρος και του πρώην τυφλού από το άλλο που με το θαύμα του Χριστού ανέβλεψε. Πρώτα-πρώτα οι γείτονές του που τον είδαν μα μάτια απορούν, αναρωτιόνται αν είναι αυτός που καθόταν στον δρόμο και ζητιάνευε, και άλλοι έλεγαν αυτός είναι, άλλοι πως δεν είναι αυτός, αλλά του μοιάζει. Αυτός πάλι έλεγε, πως εγώ είμαι. Μας πως έγινες καλά, πως άνοιξαν τα μάτια σου και βλέπεις, τον ρωτούσαν και τον ξαναρωτούσαν. Εκείνος τους έλεγε, κάποιος άνθρωπος που τον λένε Ιησού αυτός μου έκανε το μεγάλο καλό. Έκανε λάσπη, μου άλειψε με αυτήν τα μάτια, μου είπε να πάω να νιφτώ στου Σιλωάμ, εγώ πήγα και ενώ ήμουν από την γέννησή μου αόμματος, γύρισα με ορθάνοιχτα τα μάτια. Τον παίρνουν και τον πάνε τότε στους Φαρισαίους, αυτόν, τον κάποτε τυφλό. Ήταν δε Σάββατο τότε που έγινε και αυτό το θαύμα. Τον ρωτούν πάλι και οι Φαρισαίοι. Πως άνοιξαν τα μάτια σου και βλέπεις; Αυτός τους είπε πάλι τα ίδια. Ο Ιησούς Χριστός με τον πηλό του μου άνοιξε τα μάτια. Οι Φαρισαίοι τότε χωρίστηκαν σε δύο μέρη. Άλλοι, οι πιο φανατικοί έλεγαν, Αυτός ο άνθρωπος (ο Χριστός δηλαδή) δεν είναι καλός, δεν είναι θεοφοβούμενος. Απόδειξις είναι πως τα έργα του αυτά, τα θαύματα δηλαδή, τα κάνει το Σάββατο που είναι αργία και απαγορεύεται η εργασία. Αυτός είναι αμαρτωλός άνθρωπος. Οι άλλοι, οι πιο λογικοί, έλεγαν, Πως είναι δυνατόν άνθρωπος αμαρτωλός να έχει θεία δύναμη και να κάνει τέτοια θαύματα; Αδύνατον. Ρωτούν τότε τον πρώην τυφλό. Εσύ τί λές γι΄αυτόν; Επιμένεις να λες πως σου άνοιξε τα μάτια; Και τί ιδέα έχεις για αυτόν. Εγώ φρονώ και λέω, απαντά ο κάποτε τυφλός πως ο Χριστός είναι προφήτης.

          Κάνουν τώρα πως δεν τον πιστεύουν οι Ιουδαίοι και καλούν τους γονείς του νέου και τους ρωτούν. Αυτός είναι ο γυιός σας που λέτε πως γεννήθηκε τυφλός; Αν γεννήθηκε τυφλός, πως τώρα βλέπει; Ναι, αυτός είναι ο γυιός μας, απαντούν οι γονείς, και πράγματι τυφλός γεννήθηκε, αλλά πως τώρα βλέπει εμείς δεν ξέρουμε. Και γιατί ρωτάτε εμάς; Αυτόν να ρωτήσετε, ενήλικος είναι και ξέρει τί να σας απαντήσει.

           Τον καλούν πάλι μέσα στο συνέδριο τους οι Φαρισαίοι τον πρώην τυφλό και του λένε, Δόξασε τον Θεό που σε έκανε καλά. Ο Θεός σε γιάτρεψε, όχι αυτός ο Ιησούς. Αυτός είναι αμαρτωλός, μην τον προσέχεις. Αν είναι αμαρτωλός, απαντά εκείνος, εγώ δεν το ξέρω. Εγώ ένα ξέρω, πως ενώ ήμουν τυφλός, αυτός μου έδωσε μάτια. Πάλι τον ξαναρωτούν οι Φαρισαίοι. Για πες μας. Τί σου έκανε, πως σε γιάτρεψε, πως σου άνοιξε τα μάτια; Μα σας το είπα και σας το ξαναείπα. Γιατί με ξαναρωτάτε; Μήπως θέλετε να γίνετε και εσείς μαθητές του; Γεμάτοι θυμό τότε, οι Φαρισαίοι, του απαντούν. Εσύ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς είμαστε του Μωϋσέως μαθητές. Εμείς ξέρουμε πως στον Μωϋσή μίλησε ο Θεός. Αυτόν δεν τον ξέρουμε από που είναι. Εδώ ακριβώς είναι το παράδοξο και το εκπληκτικό, τους απαντά πάλι ο πρώην τυφλός, πως εσείς οι γραμματισμένοι και σοφοί δεν ξέρετε από που είναι ο Ιησούς και όμως αυτός που εσείς τον κατατρέχετε και τον συκοφαντείτε, αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Αιώνες τώρα δεν έχει ακουσθεί πως βρέθηκε άνθρωπος να ανοίξει τα μάτια κάποιου που γεννήθηκε τυφλός. Ο Ιησούς είναι από τον Θεό, γιατί αν δεν ήταν εκ Θεού, δεν θα μπορούσε τίποτα να κάνει. Τα θαυμαστά του όμως έργα μαρτυρούν πως είναι εκ Θεού. Οργισμένοι τότε οι Φαρισαίοι τον υβρίζουν και τον πετούν έξω από την Συναγωγή. Άκουσε ο Χριστός πως τον εξεδίωξαν και όταν τον βρήκε τον ρώτησε, Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού; Και ο πρώην τυφλός ρωτά, Και ποιός είναι, Κύριε, για να πιστέψω σε αυτόν; Και ο Κύριος του λέει, Εγώ είμαι που με βλέπεις και με ακούς να μιλώ μαζί σου. Και ο πρώην τυφλός είπε, Πιστεύω, Κύριε, και έπεσε κάτω και Τον προσκύνησε, ως Υιόν του Θεού και Σωτήρα του.

          Γενναίος, ηρωικός, ατρόμητος, ομολογητής και στρατιώτης του Χριστού ο εκ γενετής τυφλός. Τέτοιοι καλούμαστε να είμαστε όλοι οι Χριστιανοί. Να μην φοβόμαστε. Να μην δειλιάζουμε, έστω κι αν οι φρονούντες τα αντίθετα είναι πολλοί και με αξιώματα, και μεγάλοι και τρανοί. Εμείς οπλισμένοι με την πίστη του Χριστού την αγία, με θάρρος και γενναιότητα να ομολογούμε τον Χριστό μας. Αυτό είναι το ιερό καθήκον μας αλλά και η βεβαία σωτηρία μας. Γένοιτο

π.Ι.Κ

 

 



Η θεραπεία του εκ γενετής τυφλού.

Ιωάν. θ΄  1-38

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς.  καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;  ἀπεκρίθη  Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.  ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.  ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.

 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν;  ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι.  ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί;  ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος  Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα.  εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα.

 Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ  Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς.  πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω.  ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.  λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν.  οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ  Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος  καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;  ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη·  πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει.  ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς  Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ  Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται.  διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε.  ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν.  ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω.  εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;  ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;  ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί.  ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.  ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς.  οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει.  ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου.  εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.  ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω.   Ἤκουσεν ὁ  Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;  ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;  εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν.  ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

 Απόδοση στη Νέα Ελληνική

Καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;»  Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός γιά να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ' αυτόν,  Όσο διαρκεί η μέρα πρέπει να εκτελώ τα έργα Εκείνου που με έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται.  Όσο είμαι σ' αυτόν τον κόσμο είμαι το Φως για τον κόσμο».ο  Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το πτύσμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού,  και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ»—που σημαίνει "απεσταλμένος από το Θεό"». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω, έβλεπε.

Τότε οι γείτονες και όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: "Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;"  Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος, όμως,  έλεγε: «Εγώ είμαι».  Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου;»  Εκείνος απάντησε: « Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: “Πήγαινε στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ και νίψου· πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου».  Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω», τους απάντησε.

 Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός.  Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο.  Άρχισαν, λοιπόν, και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω».  Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι, όμως,  έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία:» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους.  Ρωτούν, λοιπόν, πάλι  τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης».

 Οι Ιουδαίοι, όμως, δεν εννοούσαν να πιστεύσουν πως αυτός ήταν τυφλός και απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;»  Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός.  Πώς, όμως, τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια εμείς δεν το ξερουμε. Ρωτήστε τον ίδιο, ενήλικος είναι. Αυτός μπορεί να μιλήσει τον εαυτό του».  Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας.  Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του  "ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο».

 Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορα, τον άνθρωπο που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού, εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: "Αν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω· ένα ξέρω: πως ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω". Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας», τους αποκρίθηκε «αλλά δεν πειστήκατε, γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;»  Τον περιγέλασαν, τότε, και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή·  εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευσή του».  Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο, πως εσείς δεν ξέρετε από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια.  Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει.

Από τότε που έγινε ο κόσμος, δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού.  Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα».  «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις το δάσκαλο σ’ εμάς;»  Και τον πέταξαν έξω.

 Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;»  «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, Αυτός είναι».  Τότε εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.

Σάββατο 21 Μαΐου 2022

 

Το Ευαγγέλιο της Σαμαρείτιδος, που ακούσαμε σήμερα κατά τη Θεία Λειτουργία, είναι μεστό νοημάτων τα οποία, πέρα από το καθαυτό γεγονός της συναντήσεως του Χριστού με αυτή τη γυναίκα, έχουν βαρύτητα και σημασία για τον καθένα μας. Κουρασμένος ο Χριστός από την οδοιπορία, στέκεται έξω από μια πόλη της Σαμάρειας, δίπλα στο πηγάδι του Ιακώβ, και στέλενει τους μαθητές Του να αγοράσουν τρόφιμα. Κάποια στιγμή έρχεται μία γυναίκα να πάρει νερό, και με αφορμή το αίτημα του Ιησού να Του προσφέρει να πιει, ξεδιπλώνεται ένας καταπληκτικός διάλογος. Τρία δε σημεία είναι και τα κυριώτερα. Το πρώτο, είναι η αντιπαραβολή του νερού του πηγαδιού με το “ὑδωρ τό ζῶν”. Ο Χριστός ζητάει από την Σαμαρείτιδα να του προσφέρει νερό για να ξεδιψάσει, και στην απορία της πώς ένας Ιουδαίος μιλά σε μια γυναίκα, και μάλιστα Σαμαρείτιδα, της αντιλέγει ότι εάν ήξερε με ποιόν μιλούσε, τότε η ίδια θα Του ζητούσε να της δώσει το ζωντανό ύδωρ, αυτό που όταν κανείς το γευτεί δεν πρόκειται να διψάσει ξανά, μιας που γίνεται μέσα του πηγή που αναβλύζει. Καί αυτή η πηγή δεν είναι άλλη από τον ίδιο το Χριστό, που φωτίζει και αγιάζει και αναζωογονεί κάθε άνθρωπο. Δεν είναι άλλη από τη χαρά της Αναστάσεως, που ανατρέπει το φθοροποιό έργο της αμαρτίας και αποκαθιστά τον κάθε άνθρωπο που δέχεται μέσα του τον Χριστό. Το δεύτερο σημείο είναι ότι ο Θεός ζητάει από τον άνθρωπο την “ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ” προσκύνηση. Στην ερώτηση της γυναίκας εάν πρέπει να προσκυνείται ο Θεός στο Ναό του Σολομώντα, κατά την ιουδαϊκή παράδοση, ή στο παρακείμενο βουνό, σύμφωνα με την παράδοση των Σαμαρειτών, ο Χριστός τονίζει τον τρόπο της προσκύνησης που αρμόζει στον Θεό: εφόσον ο Θεός είναι πνεύμα, η λατρεία προς Αυτόν οφείλει να είναι “ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ”. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία δεν είναι επομένως ο τόπος, ούτε οι εξωτερικοί τύποι, αλλά ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε τον Θεό. Η μία προϋπόθεση είναι “'εν πνεύματι”, δηλαδή ότι στην προσευχή μας δεν αρκεί να συμμετέχει το σώμα, αλλά κυρίως το πνεύμα μας, η διάνοιά μας, όλος μας ο ψυχικός κόσμος. Και επιπλέον, η προσευχή μας να βρίσκεται εντός του πνεύματος του Θεού, δηλαδή να είμαστε καθαροί κατά το δυνατόν όταν προσευχόμαστε από κάθε πειρασμό και πονηρό λογισμό και να ζητάμε τα πνευματικά πράγματα, τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας. Το “ἐν ἀληθείᾳ” πάλι, σημαίνει ότι για να λατρέψουμε σωστά τον Θεό οφείλουμε να γνωρίζουμε τις αλήθειες της πίστεώς μας και ότι η προσκύνησή μας δεν είναι ευπρόσδεκτη στον θεό, όταν είναι προσχηματική, υποκριτική ή και επίπλαστη, όταν δηλαδή δεν συμβαδίζει με τη ζωή μας και με τις πράξεις μας. Για να μπορέσουμε επομένως να δεχτούμε τον Χριστό στη ζωή μας, ώστε να γίνει μέσα μας πηγή που θα αναβλύζει και θα ξεδιψά τη ζωή μας, οφείλουμε να αγωνιστούμε να καθαρίσουμε τους εαυτούς μας και να γίνουμε αληθινοί προσκυνητές Του, “ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ”. Και το τρίτο σημαντικό σημείο της σημερινής περικοπής είναι ότι για πρώτη φορά ο Χριστός αποκλύπτει απερίφραστα την Θεότητά Του, και μάλιστα όχι σε κάποιον Ιουδαίο, αλλά στη Σαμαρείτιδα, σε μια αλλοεθνή. Και τύτο επειδή ο Θεός δεν είναι προσωπολήπτης, δεν εξετάζει δηλαδή την καταγωγή ή το φύλλο ή την κοινωνική κατάσταση του ανθρώπου, αλλά αποκαλύπτεται σε εκείνους που είναι έτοιμοι να Τον δεχτούν στη ζωή τους, σε όσους είναι δεκτικοί της Χάριτός του. Αποκαλύπτεται όχι απαραίτητα στους “καθαρούς”, αλλά σε όσους, παρά την ενδεχόμενη και αναπόφευκτη αμαρτωλότητά τους, Τον επιζητούν με ταπείνωση, με πνεύμα συντετριμμένο, με καρδιά άδολη που αναγνωρίζει την πνευματική της αδυναμία και για τον λόγο αυτό δεν στρέφεται κατά των συνανθρώπων. Γι αυτό και είπε ότι οι άσημοι και οι αμαρτωλοί άνθρωποι είναι εκείνοι που εξαιτίας της ταπείνωσής τους θα εισέλθουν πρώτοι στον Παράδεισο και θα κληθούν Μεγάλοι. Η εποχή μας, όπως κάθε εποχή, ζητά και θα ζητά πάντα να ξεδιψάσει και να ξεκουραστεί πνευματικά. Για την επιδίωξη του σκοπού αυτού επινοούνται και επιστρατεύονται κάθε είδους ευκαιρίες αναψυχής, οι οποίες όμως είτε εστιάζονται στο σωματικό και υλικό μέρος του ανθρώπου, είτε δεν προσφέρουν πνευματική αναψυχή αλλά μάλλον πνευματική αποδόμηση. Ευρισκόμενοι μέσα στη χαρμόσυνη περίοδο της Αναστάσεως, ας μη λησμονούμε ότι η αληθινή χαρά, η μόνη που μπορεί να ξεδιψάσει την ύπαρξή μας, είναι ο ίδιος ο Χριστός. Και ότι για να Τον ελκύσουμε κοντά μας, οφείλουμε να Τον προσεγγίσουμε εν πνεύματι, εν αληθεία και εν ταπεινώσει.

Πηγή

 


(Ιωάν. δ΄ 5 – 42)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἕρχεται ὁ Κύριος εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ· ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. Ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. Ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· δός μοι πιεῖν. Οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. Λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ, καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; Μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δι’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. Λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. Ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔχω ἄνδρα. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. Ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. Ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. Πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι. Καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἢ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; Ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· ραββί, φάγε. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. Ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. Οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη. Καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. Ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινός, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. Ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε. Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικός, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. Ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός.

 

Απόδοση στη  Νέα Ελληνική

Τόν καιρό ἐκείνο, ἔρχεται ὁ Κύριος εἰς μίαν πόλιν τῆς Σαμαρείας ποὺ λέγεται Συχάρ, κοντὰ εἰς τὸ χωράφι ποὺ ἔδωκε ὁ Ἰακὼβ εἰς τὸν Ἰωσήφ, τὸν υἱόν του. Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Ὁ Ἰησοῦς, κουρασμένος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορίαν, ἐκάθησεν, ὅπως ἦτο κοντὰ εἰς τὸ πηγάδι· ἡ ὥρα ἦτο περίπου ἕξη. Ἔρχεται μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Σαμάρειαν διὰ νὰ πάρῃ νερό. Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει· δός μου νὰ πιῶ, διότι οἱ μαθηταί του εἶχαν φύγει εἰς τὴν πόλιν διὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Ἡ Σαμαρεῖτισσα γυναῖκα τοῦ λέγει· πῶς σὺ ποὺ εἶσαι Ἰουδαῖος ζητᾶς νὰ πιῇς ἀπὸ ἐμὲ ποὺ εἶμαι γυναῖκα Σαμαρεῖτις; Διότι οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἐπικοινωνοῦν μὲ τοὺς Σαμαρείτας. Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη· Ἐὰν ἤξερες τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὸν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σοῦ λέγει, δός μου νὰ πιῶ, σὺ θὰ τὸν παρακαλοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ζωντανό. Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα· Κύριε, κουβὰ δὲν ἔχεις καὶ τὸ πηγάδι εἶναι βαθύ, ἀπὸ ποῦ λοιπὸν ἔχεις τὸ νερὸ τὸ ζωντανό; Μήπως εἶσαι σὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας Ἰακὼβ ποὺ μᾶς ἔδωκε τὸ πηγάδι καὶ ἤπιε ἀπὸ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος καὶ τὰ παιδιά του καὶ τὰ ζῶα του; Ὁ Ἰησοῦς τῆς ἀπεκρίθη· Ὅποιος πίνει ἀπὸ τὸ νερὸ αὐτὸ θὰ διψάσῃ καὶ πάλιν· ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ πιῇ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ ἐγὼ θὰ τοῦ δώσω, θὰ γίνῃ μιὰ ἐσωτερικὴ πηγὴ νεροῦ ποὺ θὰ ἀναβρύῃ εἰς ζωὴν αἰώνιον. Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα· Κύριε, δός μου τὸ νερὸ αὐτὸ διὰ νὰ μὴ διψῶ οὔτε νὰ ἔρχωμαι ἐδῶ νὰ ἀντλῶ. Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει· πήγαινε, φώναξε τὸν ἄνδρα σου καὶ ἔλα ἐδῶ. Ἡ γυναῖκα ἀπεκρίθη· δὲν ἔχω ἄνδρα· λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· καλὰ εὶπες ὅτι δὲν ἔχεις ἄνδρα, διότι πέντε ἄνδρες ἐπῆρες καὶ τώρα ἐκεῖνον ποὺ ἔχεις δὲν εἶναι ἄνδρας σου· εἰς αὐτὸ εἶπες ἀλήθεια.

 

Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα· Κύριε, βλέπω ὅτι σὺ εἶσαι προφήτης. Οἱ πατέρες μας εἰς τὸ ὄρος τοῦτο ἐλάτρευσαν τὸν Θεόν, ἐνῷ σεῖς λέτε ὅτι εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα εἶναι ὁ τόπος ὅπου πρέπει νὰ λατρεύεται ὁ Θεός. Λέγει εἰς αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς· πίστεψέ με, γυναῖκα, ὅτι ἔρχεται ὥρα ποὺ οὔτε εἰς τὸ ὄρος τοῦτο οὔτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα θὰ λατρεύετε τὸν Πατέρα. Σεῖς λατρεύετε ἐκεῖνο ποὺ δὲν ξέρετε, ἐμεῖς λατρεύομεν ἐκεῖνο ποὺ ξέρουμε, διότι ἡ σωτηρία ἔρχεται ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους. Ἀλλ’ ἔρχεται ἡ ὥρα, καὶ μάλιστα ἦλθε ἤδη, ποὺ οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ θὰ λατρεύσουν τὸν Πατέρα πνευματικὰ καὶ ἀληθινά, διότι τέτοιοι θέλει ὁ Πατέρας νὰ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν. Ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν λατρεύουν πρέπει νὰ τὸν λατρεύουν πνευματικὰ καὶ ἀληθινά. Λέγει εἰς αὐτὸν ἡ γυναῖκα· ξέρω ὅτι θὰ ἔλθῃ ὁ Μεσσίας, ὁ λεγόμενος Χριστός. Ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ γνωρίσῃ ὅλα. Ὁ Ἰησοῦς τῆς λέγει· Ἐγὼ εἶμαι ποὺ μιλῶ μαζί σου. Τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἦλθαν οἱ μαθηταί του καὶ ἀπόρησαν γιατὶ μιλᾶς μαζί της; Ἡ γυναῖκα ἄφησε τὴν στάμνα της, ἐπῆγε εἰς τὴν πόλιν καὶ εἶπε εἰς τοὺς ἀνθρώπους· Ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε ἕναν ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα· μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός; Ἐβγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ ἤρχοντο σ’ αὐτόν. Ἐν τῷ μεταξὺ τὸν παρακαλοῦσαν οἱ μαθηταὶ καὶ τοῦ ἔλεγαν· Ραββί, φάγε. Αὐτὸς δὲ εἶπε· Ἐγὼ ἔχω φαγητὸν νὰ φάγω, τὸ ὁποῖον σεῖς δὲν ξέρετε. Ἔλεγαν τότε οἱ μαθηταὶ μεταξύ τους· μήπως τοῦ ἔφερε κανεὶς νὰ φάγῃ; Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· τὸ φαγητόν μου εἶναι νὰ κάνω τὸ θέλημα ἐκείνου, ποὺ μὲ ἔστειλε καὶ νὰ τελειώσω τὸ ἔργο του. Δὲν λέτε, τέσσερις μῆνες ἀκόμη καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; Σηκῶστε τὰ μάτια σας, σᾶς λέγω, καὶ ἰδέτε τὰ χωράφια ὅτι εἶναι ἄσπρα, ἕτοιμα πρὸς θερισμόν. Ἤδη ὁ θεριστὴς παίρνει μισθὸν καὶ μαζεύει καρπὸν διὰ τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, διὰ νὰ χαίρουν μαζὶ καὶ ὁ σπορεὺς καὶ ὁ θεριστής. Ἐδῶ ἡ παροιμία εἶναι ἀληθινή, ὅτι ἄλλος σπέρνει καὶ ἄλλος θερίζει. Ἐγὼ σᾶς ἔστειλα νὰ θερίσετε ἐκεῖνο, διὰ τὸ ὁποῖον δὲν ἐκοπιάσατε· ἄλλοι ἔχουν κοπιάσει καὶ σεῖς ἐμπήκατε εἰς τὸν κόπον τους. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Σαμαρείτας τὴς πόλεως ἐκείνης ἐπίστεψαν εἰς αὐτὸν ἐξ αἰτίας τῆς μαρτυρίας τῆς γυναῖκας μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα. Ὅταν λοιπὸν ἦλθαν οἱ Σαμαρεῖται πρὸς αὐτόν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ μείνῃ κοντά τους· καὶ ἔμεινε ἐκεῖ δύο ἡμέρες. Καὶ πολὺ περισσότεροι ἐπίστεψαν ἔπειτα ἀπὸ ὅσα τοὺς εἶπε, εἰς δὲ τὴν γυναῖκα ἔλεγαν· Ὁ λόγος ποὺ πιστεύομεν δὲν εἶναι πλέον τὰ ὅσα μᾶς εἶπες, ἀλλὰ διότι τὸν ἀκούσαμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καὶ ξέρομεν ὅτι αὐτὸς εἶναι ἀληθινὰ ὁ Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.

Σάββατο 14 Μαΐου 2022

 

Η θεραπεία του παραλύτου της Βηθεσδά

Ιω. 5, 1-15

“Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω”, λέει ο Παραλυτικός της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής, “ώστε όταν έλθει ο άγγελος και ταράξει το ύδωρ της δεξαμενής, να με βάλει μέσα και να θεραπευτώ”. Εκφράζει την αγωνία του, που επί τριάντα οκτώ έτη υπομένει την ασθένειά του και καρτερεί να ζήσει κι εκείνος το θαύμα της θεραπείας και να γευτεί την έκτακτη από τον Θεό ευεργεσία. Και ο Χριστός, με ένα Του λόγο, τον προσκαλεί να σηκωθεί, και να πάρει στους ώμους του το κρεβάτι του πόνου και να περπατήσει μέχρι το σπίτι του.

Η αγία μας Εκκλησία έχει συμπεριλάβει την περικοπή αυτή στον κύκλο των Ευαγγελίων της Πασχαλίου περιόδου, συνδέοντας τρόπον τινά το θαύμα αυτό με την Ανάσταση του Χριστού, αλλά και με την δική μας προσωπική Ανάσταση. “Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω”, λέει ο παράλυτος, δεν έχω βοηθό στη θλίψη μου και στη δοκιμασία μου, αγωνίζομαι για να σωθώ αλλά μόνος μου δεν τα καταφέρνω, χρειάζομαι βοήθεια αλλά δεν την βρίσκω πουθενά, έχω ανάγκη από κάποιον δίπλα μου, αλλά κανείς δεν υπάρχει. Η εκ μέρους του Ιησού θεραπεία, αποτελεί και την απάντηση στην αγωνιώδη κραυγή του παραλύτου. Είναι σαν να του λέει “άνθρωπο δεν έχεις, αλλά έχεις εμένα, τον Θεάνθρωπο Λυτρωτή και Σωτήρα του κόσμου. Έχεις εμένα, που είμαι η πηγή της ιάσεως και της ζωής και της Αναστάσεως”.

Η παρουσία και η παρέμβαση του Χριστού αποτελεί απάντηση και για όλους εμάς. Συχνά αισθανόμαστε μόνοι, εγκαταλελειμμένοι από τους ανθρώπους, αβοήθητοι. Μας καταλαμβάνει η απόγνωση και η απελπισία, στην προσπάθειά μας να σηκωθούμε από τις πτώσεις που μας επιφυλάσσει η ζωή και η ανθρώπινη φύση μας, που ρέπει προς την φθορά και την αμαρτία. Νιώθουμε ότι οι δικές μας δυνάμεις δεν επαρκούν, έχουμε ανάγκη από ένα χέρι βοηθείας, από κάποιον να μας παρηγορήσει και να μας σηκώσει από το σημείο στο οποίο έχουμε καθηλωθεί. Και δυστυχώς, συχνά οι συνάνθρωποί μας είτε δεν αντιλαμβάνονται αυτή μας την ανάγκη, είτε δεν είναι σε θέση να μας βοηθήσουν, είτε ακόμα δεν έχουν την διάθεση να ασχοληθούν με κάτι πέρα από τον εαυτό τους.

Έχουμε όμως άνθρωπο. Έχουμε τον νικητή της φθοράς και του θανάτου, έχουμε τον αρχηγό της Ζωής, έχουμε την ελπίδα και την πηγή της Αναστάσεως. Τον Υιό και Λόγο του Θεού, που εξαιτίας της άπειρης αγάπης και φιλανθρωπίας Του έγινε άνθρωπος και σταυρώθηκε και Αναστήθηκε για να προσφέρει σε όλους μας την προοπτική και της δικής μας προσωπικής Αναστάσεως. Αρκεί να στηρίξουμε σε Αυτόν την ζωή μας και την ελπίδα μας, αρκεί να Τον αποδεχτούμε στη ζωή μας, αρκεί να καταφύγουμε σε Αυτόν, έστω σαν την τελευταία μας και μόνη μας ελπίδα. Κι Εκείνος, όπως έπραξε με τον παράλυτο, θα ανταποκριθεί στο κάλεσμα της καρδιάς μας και θα μας προσφέρει την πολυπόθητη λύτρωση, την σωτηρία από τα πάθη που μας ταλαιπωρούν, από τις συμφορές του βίου, από τις καθημερινές μας πτώσεις και κυρίως από την πνευματική μας αναπηρία.

Οι άνθρωποι πάντα περιμένουμε ένα θαύμα που θα ανατρέψει την αρνητική πορεία της ζωής μας. Οι κοινωνίες επίσης περιμένουν ένα θαύμα, μια έξωθεν σωτηρία, μια ανάσα στις δυσκολίες της καθημερινότητας, μια λύτρωση από την κακία που μέρα με τη μέρα πληθύνεται ανάμεσά μας. Επιρρίπτουμε συχνά τις ευθύνες γύρω μας, και περιμένουμε από όλους τους άλλους να βοηθήσουν στην απαλλαγή από το συλλογικό κακό. Αισθανόμαστε την κοινωνία μας να βρίσκεται σε τέλμα, σε αδυναμία για ανάκαμψη, και μας κυριεύει η απελπισία ότι κανείς δεν μπορεί να μας βοηθήσει, κανείς δεν ενδιαφέρεται να μας σώσει.

Αντί όμως να ψάχνουμε δίπλα μας, ας κοιτάξουμε μάσα μας, και στη συνέχεια ας στρέψουμε το βλέμμα μας ψηλά. Ας ερευνήσουμε τα προσωπικά μας αίτια της θλίψης, στο βαθμό που ο καθένας μέσα του ευθύνεται, ας ομολογήσουμε την προσωπική μας αδυναμία και ανεπάρκεια, και ας ζητήσουμε από τον Χριστό να έλθει βοηθός μας και να θεραπεύσει πρώτα τον έσω άνθρωπο. Ας Του ζητήσουμε να θεραπεύσει και να αναστήσει πρώτα την ψυχή μας, που είναι και το δυσκολότερο, κι έπειτα να μας απαλλάξει από την τυχόν σωματική μας ασθένεια. Και μόλις νιώσουμε λίγο πιο δυνατοί, ας τρέξουμε σε ενίσχυση των αδελφών μας των αδυνάτων, προσφέροντάς τους την πολυπόθητη συμπαράσταση, την ανθρώπινη παρουσία μας και την κατά το δυνατόν βοήθειά μας.

Μόνο τότε θα πραγματοποιηθεί το θαύμα που όλοι περιμένουμε. Γιατί η Ανάσταση δεν είναι μόνο προϊόν της παρέμβασης και της ευεργεσίας του Θεού, αλλά και αποτέλεσμα της εκ μέρους μας αποδοχής Του, της μυστικής πνευματικής διεργασίας που συντελείται μέσα μας με τη σύμπραξη της δικής μας πρόθεσης και της Χάριτος του Θεού. Η Ανάσταση είναι το δώρο του Θεού στον άνθρωπο, που για να το ζήσουμε χρειάζεται μετάνοια, και κυρίως να αντικαταστήσουμε την απέλπιδα φράση “Κύριε, άνθρωπον οὐκ ἔχω” με το “Ναί, ἔρχομαι ταχύ. Ἀμήν, ναί, ἔρχου κύριε Ἰησοῦ” (Αποκ. 22, 20).

Πηγή

 



Ιωάν. ε΄  1-15

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀνέβη ὁ  Ἰησοῦς εἰς  Ἱεροσόλυμα.  ἔστι δὲ ἐν τοῖς  Ἱεροσολύμοις ἐπὶ τῇ προβατικῇ κολυμβήθρᾳ, ἡ ἐπιλεγομένη ἑβραϊστὶ Βηθεσδά, πέντε στοὰς ἔχουσα.  ἐν ταύταις κατέκειτο πλῆθος πολὺ τῶν ἀσθενούντων, τυφλῶν, χωλῶν, ξηρῶν, ἐκδεχομένων τὴν τοῦ ὕδατος κίνησιν.  ἄγγελος γὰρ κατὰ καιρὸν κατέβαινεν ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ, καὶ ἐταράσσετο τὸ ὕδωρ· ὁ οὖν πρῶτος ἐμβὰς μετὰ τὴν ταραχὴν τοῦ ὕδατος ὑγιὴς ἐγίνετο ᾧ δήποτε κατείχετο νοσήματι.  ἦν δέ τις ἄνθρωπος ἐκεῖ τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη ἔχων ἐν τῇ ἀσθενείᾳ αὐτοῦ.  τοῦτον ἰδὼν ὁ  Ἰησοῦς κατακείμενον, καὶ γνοὺς ὅτι πολὺν ἤδη χρόνον ἔχει, λέγει αὐτῷ· θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;  ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ἀσθενῶν· Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν· ἐν ᾧ δὲ ἔρχομαι ἐγώ, ἄλλος πρὸ ἐμοῦ καταβαίνει.  λέγει αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· ἔγειρε, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.  καὶ εὐθέως ἐγένετο ὑγιὴς ὁ ἄνθρωπος, καὶ ἦρε τὸν κράβαττον αὐτοῦ καὶ περιεπάτει. ἦν δὲ σάββατον ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ. ἔλεγον οὖν οἱ  Ἰουδαῖοι τῷ τεθεραπευμένῳ· σάββατόν ἐστιν· οὐκ ἔξεστί σοι ἆραι τὸν κράβαττον.  ἀπεκρίθη αὐτοῖς· ὁ ποιήσας με ὑγιῆ, ἐκεῖνός μοι εἶπεν· ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει.  ἠρώτησαν οὖν αὐτόν· τίς ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ὁ εἰπών σοι, ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει;  ὁ δὲ ἰαθεὶς οὐκ ᾔδει τίς ἐστιν· ὁ γὰρ  Ἰησοῦς ἐξένευσεν ὄχλου ὄντος ἐν τῷ τόπῳ.  μετὰ ταῦτα εὑρίσκει αὐτὸν ὁ  Ἰησοῦς ἐν τῷ ἱερῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἴδε ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοί τι γένηται.  ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε τοῖς  Ἰουδαίοις ὅτι  Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ.

 

Απόδοση στη Νέα Ελληνική

Ύστερα απ’ αυτά, οι Ιουδαίοι είχαν μια γιορτή, κι ο Ιησούς ανέβηκε στα Ιεροσόλυμα  Κοντά στην προβατική πύλη, στα Ιεροσόλυμα, υπάρχει μια δεξαμενή με πέντε στοές, που εβραϊκά ονομάζεται Βηθεσδά.  Σ’ αυτές τις στοές κείτονταν πολλοί άρρωστοι, τυφλοί, κουτσοί, παράλυτοι, που περίμεναν να αναταραχθεί το νερό-  γιατί, από καιρό σε καιρό, ένας άγγελος Κυρίου κατέβαινε στη δεξαμενή κι ανατάραζε τα νερά. Όποιος, λοιπόν, έμπαινε πρώτος μετά την αναταραχή του νερού, αυτός γινόταν καλά, όποια κι αν ήταν η αρρώστια που τον ταλαιπωρούσε.  Εκεί ήταν κι ένας άνθρωπος, άρρωστος τριάντα οκτώ ολόκληρα χρόνια  Όταν τον είδε ο Ιησούς κατάκοιτο, τον ρώτησε: «Θέλεις να γίνεις καλά;» Ήξερε πως ήταν έτσι για πολύν καιρό.  «Κύριε», του αποκρίθηκε ο άρρωστος, «δεν έχω κανέναν να με βάλει στη δεξαμενή μόλις αναταραχτούν τα νερά- έτσι, ενώ εγώ προσπαθώ να πλησιάσω μόνος μου, πάντοτε κάποιος άλλος κατεβαίνει στο νερό πριν από μένα».  Ο Ιησούς του λέει: «Σήκω πάνω, πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα».  Κι αμέσως ο άνθρωπος έγινε καλά, σήκωσε το κρεβάτι του και περπατούσε. Η μέρα που έγινε αυτό ήταν Σάββατο. Έλεγαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι άρχοντες στο θεραπευμένο: «Είναι Σάββατο, και δεν επιτρέπεται να σηκώνεις το κρεβάτι σου».  Αυτός όμως τους απάντησε: «Εκείνος που μ’ έκανε καλά, εκείνος μου είπε “πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα”».  Τον ρώτησαν: «Ποιος είναι ο άνθρωπος που σου είπε “πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα;”  Ο θεραπευμένος όμως δεν ήξερε να πει ποιος ήταν, επειδή ο Ιησούς είχε φύγει απαρατήρητος εξαιτίας του πλήθους που ήταν μαζεμένο εκεί.  Αργότερα ο Ιησούς τον βρήκε στο ναό και του είπε: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά, από ’δω και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτα χειρότερο».  Ο άνθρωπος έφυγε αμέσως κι ανάγγειλε στους Ιουδαίους άρχοντες ότι ο Ιησούς ήταν αυτός που τον γιάτρεψε.

Παρασκευή 13 Μαΐου 2022

 



ἱερεὺς : Ἄρατε Πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης.
ἀναγνώστης: Τίς ἐστιν οὗτος ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης;
ἱερεὺς: Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ. Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ὑμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης.
ἀναγνώστης: Τίς ἐστιν οὗτος ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης;
ἱερεὺς: Κύριος τῶν δυνάμεων, αὐτός ἐστιν ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2022

 

Ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωσις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, εἶναι ἀναζώωσις καί ἀνάπλασις καί ἐπάνοδος πρός τήν ἀθάνατη ζωή τοῦ πρώτου ᾿Αδάμ πού καταβροχθίσθηκε ἀπό τόν θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καί διά τοῦ θανάτου ἐπαλινδρόμησε πρός τήν γῆ ἀπό τήν ὁποία ἐπλάσθηκε. ῞Οπως λοιπόν ἐκεῖνον στήν ἀρχή δέν τόν εἶδε κανείς ἄνθρωπος νά πλάττεται καί παίρνη ζωή, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε κανείς ἄνθρωπος ἐκείνη τήν ὥρα, μετά δέ τήν λῆψι τῆς πνοῆς ζωῆς μέ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, διότι μετά ἀπό αὐτόν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὔα· ἔτσι τόν δεύτερο ᾿Αδάμ, δηλαδή τόν Κύριο, ὅταν ἀνίστατο ἀπό τούς νεκρούς, κανείς ἄνθρωπος δέν τόν εἶδε, ἀφοῦ δέν παρευρισκόταν κανείς δικός του καί οἱ στρατιῶτες πού ἐφύλασσαν τό μνῆμα ταραγμένοι ἀπό τόν φόβο εἶχαν γίνει σάν νεκροί, μετά δέ τήν ἀνάστασι πρώτη ἀπό ὅλους τόν εἶδε μιά γυναῖκα, ὅπως ἀκούσαμε νά εὐαγγελίζεται σήμερα ὁ Μάρκος.διότι, λέγει, “ὅταν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀναστήθηκε τό πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή”.

Φαίνεται βέβαια σαφῶς ὅτι ὁ εὐαγγελιστής εἶπε καί τήν ὥρα κατά τήν ὁποία ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, δηλαδή πρωί, καί ὅτι παρουσιάσθηκε πρῶτα στή Μαρία τή Μαγδαληνή καί ὅτι ἐφάνηκε ἀκριβῶς τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως. Δέν λέγει ὅμως ἔτσι, ὅπως θά φανῆ ἄν ἐξετάσωμε προσεκτικώτερα τά πράγματα. διότι λίγο παραπάνω καί αὐτός σέ συμφωνία μέ τούς ἄλλους εὐαγγελιστάς λέγει ὅτι αὐτή ἡ Μαρία ἦλθε καί προηγουμένως μαζί μέ τίς ἄλλες Μυροφόρες στόν τάφο, καί ἀφοῦ τόν εἶδε ἀδειανό ἀπῆλθε. ῞Ωστε ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πολύ ἐνωρίτερα ἀπό τό πρωί πού τόν εἶδε. ᾿Επισημαίνοντας δέ καί τήν ὥρα ἐκείνη, δέν εἶπε ἁπλῶς πρωί, ὅπως ἐδῶ, ἀλλά πολύ πρωί.ἑπομένως ὡς ἀνατολή ἡλίου ἐκεῖ ἐννοεῖ τό ἀμυδρό φῶς πού προτρέχει στόν ὁρίζοντα, τό ὁποῖο δηλώνοντας καί ὁ ᾿Ιωάννης λέγει ὅτι ἦλθε τό πρωί, ὅταν ἀκόμη ἦταν σκοτεινά ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή στό μνημεῖο καί εἶδε τήν πέτρα σηκωμένη ἀπό τό μνημεῖο.

Δέν ἦλθε δέ μόνο πρός τό μνῆμα τότε αὐτή, κατά τόν ᾿Ιωάννη, ἀλλά καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό μνῆμα, χωρίς νά ἰδῆ τόν Κύριο ἀκόμη. Τρέχει κι᾿ ἔρχεται πρός τόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, καί ἀναγγέλει ὄχι ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος, ἀλλ᾿ ὅτι μεταφέρθηκε ἀπό τόν τάφο, ὥστε δέν ἐγνώριζε ἀκόμη τήν ἀνάστασι. ῾Επομένως ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στή Μαρία ὄχι ἐντελῶς πρώτη, ἀλλά μετά τήν πλήρη ἔλευσι τῆς ἡμέρας. ῾Υπάρχει λοιπόν κάτι πού ἀναφέρεται συνεσκιασμένως ἀπό τούς εὐαγγελιστάς, τό ὁποῖο θ᾿ ἀποκαλύψω πρός τήν ἀγάπη σας.

Πραγματικά τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστό καί δίκαιο, ἐδέχθηκε ἀπό τόν Κύριο ἡ Θεοτόκος καί αὐτή εἶδε πρίν ἀπό ὅλους τόν ἀναστάντα καί ἀπήλαυσε τή θεία ὁμιλία του, καί ὄχι μόνο τόν εἶδε μέ τούς ὀφθαλμούς της καί ἔγινε αὐτήκοος αὐτοῦ, ἀλλά καί πρώτη καί μόνη ἄγγιξε τά ἄχραντα πόδια του, ἔστω καί ἄν οἱ εὐαγγελισταί δέν τά λέγουν φανερά ὅλα αὐτά, μή θέλοντας νά προσαγάγουν ὡς μάρτυρα τήν μητέρα, γιά νά μήν δώσουν ἀφορμή ὑποψίας στούς ἀπίστους. ᾿Επειδή δέ τώρα ἐμεῖς μέ τή χάρη τοῦ ἀναστάντος ὁμιλοῦμε πρός πιστούς καί ἡ ὑπόθεσις τῆς ἑορτῆς ἀπαιτεῖ ἐπείγουσα διευκρίνησι τῶν σχετικῶν μέ τίς Μυροφόρες, μέ τήν ἄδεια αὐτοῦ πού εἶπε “δέν ὑπάρχει κρυφό πού δέν θά γίνη φανερό”, θά τό φανερώσωμε καί τοῦτο.

Λοιπόν Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες πού ἀκολουθοῦσαν τόν Κύριο μαζί μέ τήν Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατά τήν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καί ἐφρόντισαν νά ἀλείψουν μέ μῦρα τό σῶμα τοῦ Κυρίου. ῞Οταν δηλαδή ὁ ᾿Ιωσήφ καί ὁ Νικόδημος ἐζήτησαν καί ἔλαβαν ἀπό τόν Πιλᾶτο τό δεσποτικό σῶμα, τό κατέβασαν ἀπό τόν σταυρό, τό περιέβαλαν σέ σινδόνια μαζί μέ ἐκλεκτά ἀρώματα, τό ἐτοποθέτησαν σέ λαξευτό μνημεῖο, καί ἔβαλαν μεγάλη πέτρα ἐπάνω στή θύρα τοῦ μνημείου, παρευρίσκονταν θεωρώντας κατά τόν εὐαγγελιστή Μάρκο ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή καί ἡ ἄλλη Μαρία πού ἐκαθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Μέ τήν φράσι καί ἡ ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τήν Θεομήτορα.διότι αὐτή ἐλεγόταν μητέρα καί τοῦ ᾿Ιακώβου καί τοῦ ᾿Ιωσῆ, πού ἦσαν ἀπό τόν ᾿Ιωσήφ τόν Μνήστορα. Δέν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές παρατηρώντας, ὅταν ἐνταφιαζόταν ὁ Κύριος, ἀλλά καί ἄλλες γυναῖκες, ὅπως ἱστόρησε ὁ Λουκᾶς γράφοντας.“παρακολουθώντας κάποιες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει μαζί του ἀπό τήν Γαλιλαία, εἶδαν τό μνημεῖο καί τήν σ᾿ αὐτό τοποθέτησι τοῦ σώματός του. ἦσαν ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ᾿Ιωάννα καί ἡ Μαρία τοῦ ᾿Ιακώβου καί οἱ ἄλλες μαζί τους”.

᾿Αφοῦ δέ ἐπέστρεψαν, λέγει, ἀγόρασαν ἀρώματα καί μῦρα.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκριβῶς ὅτι αὐτός εἶναι ἀληθινά ἡ ὀσμή τῆς ζωῆς γιά ἐκείνους πού τόν πλησιάζουν μέ πίστι, ὅπως ὀσμή θανάτου καταλαμβάνει τούς ἕως τό τέλος ἀπειθεῖς, καί ἡ ὀσμή τῶν ἐνδυμάτων του, δηλαδή τοῦ ἰδίου τοῦ σώματος, εἶναι ἀνωτέρα ἀπό ὅλα τά ἀρώματα καί τό ὄνομά του εἶναι μῦρο χυμένο, μέ τό ὀποῖο ἐγέμισε θεία εὐωδία τήν οἰκουμένη. ῾Ετοιμάζουν λοιπόν μῦρα καί ἀρώματα, ἀφ᾿ ἑνός μέν πρός τιμήν τοῦ νεκροῦ, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ γιά παρηγοριά ἀπό τή δυσωδία τοῦ σώματος, ὅταν θά ἔλειωνε, βοηθώντας μέ τήν ἀλοιφή των τούς ἐπιθυμοῦντας νά παραμένουν δίπλα.

᾿Αφοῦ λοιπόν ἑτοίμασαν τά μῦρα καί τά ἀρώματα, κατά τήν ἐντολή τό Σάββατο ἡσύχασαν.διότι δέν εἶχαν καταλάβει ἀκόμη τά ἀληθινά σάββατα, οὔτε εἶχαν γνωρίσει καλά τό εὐλογημένο ἐκεῖνο σάββατο πού μεταφέρει τή φύσι τους ἀπό τά βάραθρα τοῦ ἅδη στό ὁλόφωτο καί θεῖο καί οὐράνιο ὕψος. “Τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ”, ὅπως λέγει ὁ Λουκᾶς, “ἦλθαν στό μνῆμα, φέροντας τά ἀρώματα πού ἑτοίμασαν”.ὁ δέ Ματθαῖος λέγει, “ἀργά τό Σάββατο, ξημερώνοντας τήν πρώτη τῆς ἑβδομάδος” καί ὅτι οἱ προσελθοῦσες εἶναι δύο.ὁ ᾿Ιωάννης “τό πρωί, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη σκοτεινά”, καί ὅτι μιά εἶναι ἡ προσελθοῦσα, Μαρία ἡ Μαγδαληνή.ὁ δέ Μάρκος “πολύ πρωί τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος” καί ὅτι τρεῖς εἶναι οἱ προσελθοῦσες.

Πρώτη λοιπόν τῆς ἑβδομάδος λέγουν ὅλοι οἱ εὐαγγελισταί τήν Κυριακή.ἀργά τό Σάββατο, ὄρθρο βαθύ, πολύ πρωί καί πρωί σκοτεινά ἀκόμη, ὀνομάζουν τόν χρόνο γύρω ἀπό τόν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπό φῶς καί σκότος.αὐτός ὁ χρόνος εἶναι, ἀφοῦ ἀρχίζει νά αὐγάζει τό ἀνατολικό μέρος τοῦ ὁρίζοντος πού προκαταγγέλλει τήν ἡμέρα. Μπορεῖ δέ κανείς παρατηρώντας ἀπό μακριά, πρός αὐτό, νά τό ἰδῆ νά ἀρχίζη νά χρωματίζεται ἀπό φῶς γύρω ἀπό τήν ἐνάτη ὥρα τῆς νυκτός, ὥστε ἕως τήν πλήρη ἡμέρα νά ὑπολείπωνται τρεῖς ὥρες.

Φαίνονται βέβαια νά διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελισταί μεταξύ τους τόσο γιά τήν ὥρα, ὅσο καί γιά τόν ἀριθμό τῶν γυναικῶν, ἐπειδή, ὅπως εἶπα, οἱ Μυροφόρες ἦσαν πολλές, καί ἦλθαν στόν τάφο ὄχι μιά φορά, ἀλλά καί δύο καί τρεῖς φορές, συντροφιά μέν, ἀλλ᾿ ὄχι οἱ ἴδιες, καί κατά τόν ὄρθρο μέν ὅλες, ἀλλ᾿ ὄχι τόν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς, ἡ δέ Μαγδαληνή ἦλθε πάλι μόνη της καί ἔμεινε περισσότερο. Κάθε εὐαγγελιστής λοιπόν ἀναφέρει μιά προέλευσι μερικῶν καί παραλείπει τίς ἄλλες. ῞Οπως δέ ἐγώ ὑπολογίζω καί συνάγω ἀπό ὅλους τούς εὐαγγελιστάς, σύμφωνα μέ ὅσα εἶπα προηγουμένως, πρώτη ἀπό ὅλες ἦλθε στόν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζί τήν Μαγδαληνή Μαρία. Τοῦτο κυρίως τό συμπεραίνω ἀπό τόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο. Διότι, λέγει, “ἦλθε ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί ἡ ἄλλη Μαρία”, πού ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, γιά νά ἰδοῦν τόν τάφο. Καί ἰδού ἔγινε μέγας σεισμός.διότι ἄγγελος Κυρίου, ἀφοῦ κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, προσῆλθε, ἀπεκύλισε τήν πέτρα ἀπό τήν θύρα τοῦ μνημείου κι᾿ ἐκαθόταν ἐπάνω σ᾿ αὐτήν.ἦταν δέ ἡ μορφή του σάν ἀστραπή καί τό ἔνδυμά του λευκό σάν τό χιόνι, ἀπό τόν φόβο δέ ἐμπρός του ἐταράχθηκαν οἱ φύλακες κι᾿ ἔγιναν σάν νεκροί”.

῞Ολες λοιπόν οἱ ἄλλες γυναῖκες ἦλθαν μετά τό σεισμό καί τήν φυγή τῶν φυλάκων, κι᾿ εὑρῆκαν τόν τάφο ἀνοιγμένο καί τήν πέτρα ἀποκυλισμένη.ἡ δέ Παρθενομήτωρ ἔφθανε τή στιγμή πού ἐγινόταν ὁ σεισμός, ἀποκυλίσθηκε ἡ πέτρα καί ἀνοιγόταν ὁ τάφος καί οἱ φύλακες ἦσαν παρόντες, ἄν καί συγκλονισμένοι ἀπό τόν φόβο.γι᾿ αὐτό μετά τόν σεισμό αὐτοί ἀνασηκώθηκαν καί ἐκύτταξαν ἀμέσως νά φύγουν, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἐντρυφοῦσε στή θέα. ᾿Εγώ πάντως νομίζω ὅτι γι᾿ αὐτήν πρώτη ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος ἐκεῖνος τάφος (διότι γι᾿ αὐτήν πρώτη καί δι᾿ αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθῆ σ᾿ ἐμᾶς ὅλα, ὅσα εἶναι ἐπάνω στόν οὐρανό καί κάτω στή γῆ) καί ὅτι γι᾿ αὐτήν ἄστραπτε ἔτσι ὁ ἄγγελος, ὥστε, ἄν καί ἡ ὥρα ἦταν ἀκόμη σκοτεινή, αὐτή μέ τό πλούσιο φῶς τοῦ ἀγγέλου ὄχι μόνο νά ἰδῆ τόν τάφο κενό, ἀλλά καί τά ἐντάφια νά εἶναι τακτοποιημένα καί πολυτρόπως νά μαρτυροῦν τήν ἔγερσι τοῦ ἐνταφιασθέντος.

῏Ηταν δέ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστής ἄγγελος ὁ ἴδιος ὁ Γαβριήλ. Διότι μόλις τήν εἶδε αὐτός νά σπεύδη πρός τόν τάφο, αὐτός πού παλαιότερα τῆς εἶχε εἰπεῖ, “μή φοβῆσαι, Μαρία, διότι εὑρῆκες χάρι ἀπό τόν Θεό”, σπεύδει καί τώρα καί κατεβαίνει νά εἰπῆ τό ἴδιο πάλι στήν ἀειπάρθενο καί νά ἀναγγείλη τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ γεννηθέντος ἀπό αὐτήν ἀσπόρως, νά σηκώση τήν πέτρα, νά ὑποδείξη τόν κενό τάφο καί τά ἐντάφια, κι᾿ ἔτσι νά ἐπιβεβαιώση τήν καλή ἀγγελία. Διότι, λέγει, “ἀποκρινόμενος ὁ ἄγγελος, εἶπε στίς γυναῖκες.μή φοβῆσθε ἐσεῖς, ζητεῖτε τόν ᾿Ιησοῦ, τόν ἐσταυρωμένο; ἀναστήθηκε.ἰδού ὁ τόπος ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος”. ᾿Εάν, λέγει, βλέπετε τούς φύλακες συγκλονισμένους ἀπό τόν φόβο, ἀλλά ἐσεῖς νά μήν φοβῆσθε. διότι γνωρίζω ὅτι ζητεῖτε ᾿Ιησοῦν τόν ἐσταυρωμένο.ἐσηκώθηκε, δέν εἶναι ἐδῶ. Διότι αὐτός, ὄχι μόνο εἶναι ἀκράτητος ἀπό τοῦ ἅδη καί τοῦ θανάτου καί τοῦ τάφου τά κλεῖστρα καί τούς μοχλούς καί τίς σφραγίδες, ἀλλ᾿ εἶναι καί κύριος τῶν ἀθανάτων καί οὐρανίων ἀγγέλων μας καί μόνος αὐτός εἶναι Κύριος τοῦ σύμπαντος.“ἰδέτε”, λέγει, “τόν τόπον ὅπου ἐκοιτόταν ὁ Κύριος καί πηγαίνετε γρήγορα νά εἰπῆτε στούς μαθητάς του ὅτι ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς”.

“᾿Αφοῦ δέ ἐξῆλθαν”, λέγει, “μέ φόβο καί χαρά μεγάλη”. ᾿Εγώ νομίζω πάλι ὅτι τόν μέν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαγδαληνή Μαρία καί οἱ ἄλλες γυναῖκες πού εἶχαν ἔλθει ἕως τότε μαζί (διότι αὐτές δέν κατενόησαν τήν σημασία τῶν λόγων τοῦ ἀγγέλου οὔτε μπόρεσαν νά συλλάβουν τελείως τό φῶς, ὥστε νά ἰδοῦν καί μάθουν ἀκριβῶς), ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τή μεγάλη χαρά, διότι κατενόησε τά λόγια τοῦ ἀγγέλου καί παραδόθηκε ὁλόκληρη στό φῶς, ὡς τελείως καθαρά καί θείως χαριτωμένη, ἐγνώρισε μέ ὅλα αὐτά τήν ἀλήθεια κι᾿ ἐπίστευσε στόν ἀρχάγγελο, ἐπειδή αὐτός ἀπό πολύν καιρό τῆς ἐφάνηκε διά τῶν ἔργων ἀξιόπιστος. Πῶς ἄλλωστε, ἀφοῦ ἦταν παροῦσα στά γεγονότα ἡ θεόσοφος Παρθένος, δέν θά κατανοοῦσε τό συμβάν, ἀφοῦ δηλαδή εἶδε σεισμό, καί μάλιστα μεγάλο, ἄγγελο νά κατέρχεται ἀπό τόν οὐρανό, καί μάλιστα ἀστραποβόλο, τή νέκρωσι τῶν φυλάκων καί τοῦ λίθου τήν μετάθεσι, τήν κένωσι τοῦ τάφου καί τό μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων, πού ἦσαν ἄλυτα καί συγκρατημένα μέ σμύρνα καί ἀλόη καί συγχρόνως ἐφαίνονταν ἀδειανά ἀπό τό σῶμα, καί ἐπί πλέον ἀφοῦ ἔλαβε τήν χαρμόσυνη πρός αὐτήν θέα καί ἀγγελία τοῦ ἀγγέλου; ῞Οταν δέ ἐξῆλθαν μετά τόν εὐαγγελισμό τοῦτον, ἡ μέν Μαγδαληνή Μαρία, σάν νά μήν ἄκουσε κἄν τόν ἄγγελο, ἀφοῦ ἄλλωστε οὔτε ἐκεῖνος ὡμίλησε γι’ αὐτήν, διαπιστώνει μόνο τήν κένωσι τοῦ τάφου, χωρίς νά ἀναφέρει καθόλου τά ἐντάφια.καί τρέχει πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί τόν ἄλλο μαθητή, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης.

῾Η δέ Θεομήτωρ Παρθένος, συνοδευομένη ἀπό ἄλλες γυναῖκες, ἐπανερχόταν πάλι ἐκεῖ ἀπό ὅπου ἦλθε.καί ἰδού, ὅπως λέγει ὁ Ματθαῖος “ὁ ᾿Ιησοῦς τίς συνάντησε λέγοντας, χαίρεται”. Βλέπετε ὅτι καί πρίν ἀπό τήν Μαγδαληνή Μαρία ἡ Θεομήτωρ εἶδε αὐτόν πού γιά τήν σωτηρία μας ἔπαθε σαρκικά καί ἐτάφηκε καί ἀναστήθηκε; “Αὐτές δέ”, λέγει, “προσῆλθαν, ἔπιασαν τά πόδια του καί τόν προσκύνησαν”. ῞Οπως δέ, ὅταν ἡ Θεοτόκος ἄκουσε τό εὐαγγέλιο τῆς ἀναστάσεως μαζί μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία ἀπό τόν ἄγγελο, μόνο αὐτή κατάλαβε τή σημασία τῶν λόγων, ἔτσι καί μαζί μέ τίς ἄλλες γυναῖκες, ὅταν συνάντησε τόν Υἱό καί Θεό, πρώτη ἀπό ὅλες τίς ἄλλες εἶδε καί ἀναγνώρισε τόν ἀναστάντα καί προσπίπτοντας ἔπιασε τά πόδια του κι᾿ ἔγινε ἀπόστολός του πρός τούς ᾿Αποστόλους.

῞Οτι δέ ἡ Μαγδαληνή Μαρία δέν ἦταν μαζί μέ τήν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἀπό τόν τάφο τήν συνάντησε καί τῆς παρουσιάσθηκε καί τῆς ὡμίλησε ὁ Κύριος, διδασκόμαστε ἀπό τόν ᾿Ιωάννη. διότι, λέγει, “τρέχει αὐτή πρός τόν Σίμωνα Πέτρο καί πρός τόν ἄλλο μαθητή, τόν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ ᾿Ιησοῦς, καί λέγει σ᾿ αὐτούς, ἐσήκωσαν τόν Κύριο ἀπό τό μνῆμα καί δέν γνωρίζομε πού τόν ἐτοποθέτησαν”. Πῶς τάχα, ἄν τόν εἶδε καί τόν ἄγγισε μέ τά χέρια της καί τόν ἄκουσε νά ὁμιλῆ, θά ἔλεγε τέτοια πράγματα, ὅτι τόν ἐσήκωσαν καί τόν μετέθεσαν, ποῦ ὅμως, δέν γνωρίζομε; ᾿Αλλά μετά τό δρόμο τοῦ Πέτρου καί τοῦ ᾿Ιωάννη πρός τόν τάφο καί τήν ἐκεῖ θέα τῶν σινδονιῶν καί τήν ἐπιστροφή, λέγει, “ἡ δέ Μαρία ἐστεκόταν κόντα στό μνημεῖο ἔξω κλαίοντας”.

Βλέπετε ὅτι ὄχι μόνο δέν τόν εἶχε ἰδεῖ ἀκόμη, ἀλλ᾿ οὔτε κἄν εἶχε πληροφορηθῆ σχετικά; Καί ὅταν δέ τήν ἐρώτησαν οἱ παρουσιασθέντες ἄγγελοι, γυναῖκα, “γιατί κλαίεις”, ἐκείνη πάλι ἀποκρίνεται σάν γιά νεκρό. Καθώς δέ ἐστράφηκε καί εἶδε τόν ᾿Ιησοῦ, οὔτε τότε δέν ἐκατάλαβε, ἀλλά ἐρωτωμένη ἀπό αὐτόν, τί κλαίει, ἀπαντᾶ παρόμοια, ἕως ὅτου ἐκεῖνος, καλώντας την ὀνομαστικά, παρουσίασε τόν ἑαυτό του ζωντανό. Τότε λοιπόν προσπίπτοντας καί αὐτή καί ζητώντας νά προσφέρη τόν ἀσπασμό στά πόδια ἐκείνου, ἄκουσε ἀπό αὐτόν τίς λέξεις, “μή μ᾿ ἐγγίζης”. ᾿Από αὐτό μαθαίνομε ὅτι, ὅταν προηγουμένως ἐφάνηκε στή μητέρα καί στίς γυναῖκες πού ἦσαν μαζί, μόνο σ᾿ αὐτήν ἐπέτρεψε νά πιάση τά πόδια του, ἄν καί ὁ Ματθαῖος ἀποδίδει τοῦτο καί στίς ἄλλες γυναῖκες, μή θέλοντας γιά τήν αἰτία πού εἴπαμε στήν ἀρχή νά προβάλη φανερά τήν μητέρα στό θέμα αὐτό.

᾿Αφοῦ δέ πρώτη ἦλθε στόν τάφο ἡ ἀειπάρθενος Μαρία καί πρώτη ἐδέχθηκε τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως, ἔπειτα ἦλθαν πολλές μαζί, εἶδαν καί ἐκεῖνες τήν πέτρα ἀποκυλισμένη καί ἄκουσαν τούς ἀγγέλους, πού ἐπιστρέφοντας μέ τό ἄκουσμα αὐτό καί τήν θέα ἐχωρίσθηκαν. ῎Αλλες, ὅπως λέγει ὁ Μάρκος, “ἔφυγαν ἀπό τό μνῆμα, κυριαρχημένες ἀπό φόβο καί ἔκστασι καί δέν εἶπαν σέ κανένα τίποτε, διότι ἐφοβοῦνταν“.ἄλλες ἀκολούθησαν τήν Μητέρα τοῦ Κυρίου, καί αὐτές ἦσαν πού ἐπέτυχαν τήν θέα καί συνομιλία τοῦ Δεσπότη. ῾Η δέ Μαγδαληνή ἐπῆγε στόν Πέτρο καί τόν ᾿Ιωάννη, μαζί μέ τούς ὁποίους ἔρχεται πάλι μόνη στόν τάφο.ὅταν δέ ἐκεῖνοι ἀναχώρησαν, αὐτή παραμένοντας ἀξιώνεται τῆς δεσποτικῆς θέας, στέλλεται καί αὐτή πρός τούς ᾿Αποστόλους καί ἔρχεται πάλι πρός αὐτούς, γιά ν᾿ ἀπαγγείλη σέ ὅλους, ὅπως λέγει ὁ ᾿Ιωάννης, “ὅτι εἶδε τόν Κύριο, πού εἶπε σ᾿ αὐτήν αὐτά”. Αὐτή λοιπόν ἡ θέα λέγει καί ὁ Μάρκος ὅτι ἔγινε πρωί, δηλαδή κατά τήν πλήρη ἀρχή τῆς ἡμέρας, ἀφοῦ ἐπέρασε ὅλος ὁ ὄρθρος, ἀλλά δέν ἰσχυρίζεται ὅτι τότε ἔγινε ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου ἤ ἡ πρώτη ἐμφάνισίς του.

῎Εχομε λοιπόν τά συμβάντα ἐξακριβωμένα καί τήν ἀπό τήν ἀρχή ζητουμένη συμφωνία τῶν τεσσάρων εὐαγγελιστῶν ὡς πρός αὐτά. Οἱ δέ μαθηταί κατά τήν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως τήν ἴδια, ἐνῶ ἄκουσαν ἀπό τίς Μυροφόρες καί τόν Πέτρο, καθώς καί ἀπό τόν Λουκᾶ καί τόν Κλεόπα, ὅτι ὁ Κύριος ζῆ καί ἐθεάθηκε ἀπό αὐτές, ἀπίστησαν.γι᾿ αὐτό ὀνειδίζονται ἀπό αὐτόν, ὅταν τούς ἐμφανίσθηκε ὕστερα, καθώς ἦσαν συναθροισμένοι μαζί. ῞Οταν ὅμως παρέστησε τόν ἑαυτό του ζωντανό κατά πολλούς τρόπους καί πολλές φορές, ὄχι μόνο ἐπίστευσαν ὅλοι, ἀλλά καί ἐκήρυξαν παντοῦ.“ὁ λόγος τους ἐξῆλθε σέ ὅλη τή γῆ καί τά ρήματά τους ἔφθασαν στά πέρατα τῆς οἰκουμένης”, “ἐνῶ ὁ Κύριος συνεργοῦσε καί ἐβεβαίωνε τόν λόγο μέ τά συνοδευτικά θαύματα”.διότι τά θαύματα ἦσαν ἀναγκαιότατα, μέχρις ὅτου κηρυχθῆ ὁ λόγος σέ ὅλη τή γῆ. ᾿Αλλά χρειάζονται μέν σημεῖα καί τεράστια θαύματα πρός παράστασι καί βεβαίωσι τῆς ἀληθείας τοῦ κηρύγματος.χρειάζονται ὅμως σημεῖα, ἀλλ᾿ ὄχι τεράστια πρός παράστασι αὐτῶν πού ὑποδέχθηκαν τόν λόγο, ἄν βεβαίως ἐπίστευσαν. Ποιά δηλαδή σημεῖα; Τά ἀπό τά ἔργα. “Δεῖξε μου”, λέγει, “τήν πίστη σου ἀπό τά ἔργα σου”, καί “ποιός εἶναι πιστός, ἄς δείξη τά ἔργα του ἀπό τήν καλή διαγωγή”. Ποιός θά πιστεύση πραγματικά ὅτι ἔχει διάνοια θεία καί ὑψηλή, καί θά ἐλέγαμε οὐράνια, ὅπως εἶναι ἡ εὐσέβεια, αὐτός πού ἐπιδίδεται σέ φαῦλα ἔργα καί εἶναι προσηλωμένος στή γῆ καί στά γήινα;

Δέν ὠφελεῖ τίποτε λοιπόν, ἀδελφοί, ἐάν λέγη κανείς ὅτι ἔχει θεία πίστι, δέν ἔχει ὅμως ἔργα κατάλληλα στήν πίστι. Τί ὠφέλησαν οἱ λαμπάδες τίς μωρές παρθένους, ἀφοῦ δέν εἶχαν ἔλαιο, δηλαδή τά ἔργα τῆς ἀγάπης καί τῆς συμπαθείας; Τί ὠφέλησε ἡ ἐπίκλησις τοῦ ᾿Αβραάμ σάν πατρός τόν πλούσιο ἐκεῖνον πού τηγανιζόταν στήν ἄσβεστη φλόγα ἐξ αἰτίας τῆς ἀσυμπαθείας πρός τόν Λάζαρο; Τί ὠφέλησε ἡ δῆθεν εὐπείθεια πρός τήν πρόσκλησι ἐκεῖνον τόν ἄνθρωπον πού δέν εἶχε ἀποκτήσει διά τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἔνδυμα κατάλληλο γιά τό θεῖο γάμο καί γιά τόν ἄφθαρτο ἐκεῖνο νυμφῶνα; Προσκλήθηκε μέν καί προσῆλθε, διότι ἐπίστευσε ὁπωσδήποτε, καί παρακάθησε μέ τούς ἁγίους ἐκείνους συνδαιτυμόνες, ἀλλ᾿ ὅταν ἐξεσκεπάσθηκε καί καταισχύνθηκε, ὡς ἐνδεδυμένος τήν φαυλότητα ἀπό τά ἤθη καί τίς πράξεις ἐδέθηκε ἀνηλεῶς χειροπόδαρα κι᾿ ἐρρίφθηκε στή γέεννα τοῦ πυρός, ὅπου ἐπικρατεῖ ὁ κλαυθμός καί ὁ τρυγμός τῶν ὀδόντων.

Αὐτήν εἴθε νά μή τήν δοκιμάση κανείς Χριστιανός, ἀλλ᾿ ἐπιδεικνύοντας ὅλοι διαγωγή πρέπουσα στήν πίστι, νά εἰσέλθωμε στόν νυμφώνα τῆς ἄφθαρτης εὐφροσύνης καί νά ζήσωμε αἰωνίως μαζί μέ τούς ἁγίους ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ κατοικία ὅλων τῶν εὐφραινομένων. Γένοιτο.

Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, 

ομιλία του για την 

Κυριακή των Μυροφόρων. 


Μάρκ, ΙΕ' 43-47 - ΙΣΤ' 1-8

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ᾿Ιωσὴφ ὁ ἀπὸ ᾿Αριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ ᾿Ιησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ ᾿Ιωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ᾿Ιωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται.

Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία τοῦ ᾿Ιακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.

Απόδοση στη Νέα Ελληνική

Ήρθε ο Ιωσήφ, που καταγόταν από την Αριμαθαία, σεβαστό μέλος του Συνεδρίου, που κι αυτός περίμενε τη βασιλεία του Θεού, ο οποίος τόλμησε, εισήλθε και παρουσιάστηκε μπροστά στον Πιλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού. Αλλά ο Πιλάτος θαύμασε απορώντας αν είχε ήδη πεθάνει και, αφού προσκάλεσε τον εκατόνταρχο, τον ρώτησε αν πέθανε από ώρα. Και όταν το έμαθε από τον εκατόνταρχο, δώρισε το πτώμα στον Ιωσήφ. Και εκείνος αφού αγόρασε ένα σεντόνι, τον κατέβασε από το σταυρό, τον τύλιξε στο σεντόνι και τον έθεσε μέσα σε μνήμα που ήταν λατομημένο στο βράχο. Και μετά κύλησε ένα λίθο πάνω στη θύρα του μνήματος. Τότε η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιωσή κοιτούσαν πού έχει τεθεί.

Και όταν πέρασε το Σάββατο, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη αγόρασαν αρώματα, για να έρθουν και να τον αλείψουν. Και πολύ πρωί, την πρώτη ημέρα μετά το Σάββατο έρχονται στο μνήμα, όταν ανάτειλε ο ήλιος. Και έλεγαν μεταξύ τους: «Ποιος θα μας κυλήσει μακριά το λίθο από τη θύρα του μνήματος;» Και όταν σήκωσαν το βλέμμα τους, κοιτούν ότι έχει κυλήσει μακριά ο λίθος. Ήταν πράγματι πάρα πολύ μεγάλος. Και αφού εισήλθαν στο μνήμα, είδαν ένα νεαρό να κάθεται στα δεξιά ντυμένο με στολή λευκή και έμειναν έκθαμβες. Εκείνος τους λέει: «Μη μένετε έκθαμβες. Τον Ιησού ζητάτε, το Ναζαρηνό, το σταυρωμένο. Εγέρθηκε, δεν είναι εδώ. Να ο τόπος όπου τον έθεσαν. Αλλά πηγαίνετε, πείτε στους μαθητές του και στον Πέτρο ότι πηγαίνει πριν από εσάς στη Γαλιλαία. Εκεί θα τον δείτε καθώς σας είπε». Και εκείνες εξήλθαν και έφυγαν από το μνήμα, γιατί τις κατείχε τρόμος και έκσταση. Και σε κανέναν δεν είπαν τίποτα. Γιατί φοβούνταν.

Αρχιστράτηγοι Θεού, Λειτουργοί θείας δόξης, των ανθρώπων οδηγοί και Αρχηγοί Ασωμάτων

Αρχιστράτηγοι Θεού, Λειτουργοί θείας δόξης, των ανθρώπων οδηγοί και Αρχηγοί Ασωμάτων
Οι Άγγελοι του Θεού εισί λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Recent Posts

Συνολικές προβολές σελίδας

p.Ioannis Kiparissopoulos. Από το Blogger.