Δευτέρα 13 Ιουνίου 2022


 

Σήμερα αγαπητοί μου αδελφοί, τελειώνει η περίοδος του Πεντηκοσταρίου, κατά την οποία πανηγυρίσαμε την Ανάσταση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και την Ανάληψή του στους ουρανούς, και κατά την οποία αναγιγνώσκεται το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, και από αύριο, Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, αρχίζει η περίοδος του Ματθαίου, η οποία φτάνει μέχρι την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Η χαρά όμως των πιστών δεν σταματά, γιατί η ημέρα της Πεντηκοστής αποτελεί την γενέθλιο ημέρα της Εκκλησίας, η οποία ζει εις τον αιώνα και δεν πρόκειται να καταλυθεί ούτε με την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, κατά τους αψευδείς του λόγους. Αφετηρία, επομένως, λογίζεται η σημερινή μέρα, ή μάλλον διαιώνιση της χαράς της Αναστάσεως, την οποία άλλωστε εορτάζουμε κάθε Κυριακή του έτους. Γιατί ο Χριστός έστειλε στον κόσμο, όπως υποσχέθηκε, άλλον Παράκλητο, δηλαδή άλλον βοηθό, συμπαραστάτη και παρηγοριά του κόσμου, το Άγιον Πνεύμα, το οποίο φωτίζει και αγιάζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον, και όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας, και καλεί πάντας εις ενότητα, γιατί Εκκλησία είναι όνομα ενότητας και αγάπης. Πάνω δε από όλα, το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που επιτελεί τα ιερά Μυστήρια, με κορωνίδα πάντων την Θεία Ευχαριστία, και καθιστά τον μεν Χριστό παρόντα ανάμεσά μας, εντός του Αγίου Ποτηρίου, εμάς δε κοινωνούς του θεανθρώπινου σώματος και αίματος του σωτήρος Χριστού.

Μέσα στο πλήθος που είχε μαζευτεί για τη γιορτή της σκηνοπηγίας, την οποία γιόρταζαν οι Εβραίοι πενήντα μέρες μετά το Πάσχα, στάθηκε ο Ιησούς και με δυνατή φωνή είπε: “Όποιος διψά, ας έλθει σε εμένα να πιει, γιατί όπως λέει η Γραφή, εκείνος που πιστεύει σε εμένα θα αναβλύσει από μέσα του ποταμούς ύδατος ζώντος”. Ο Ιωάννης μας εξηγεί ότι με τα λόγια αυτά ο Χριστός εννοούσε το Άγιο Πνεύμα, το οποίο επρόκειτο να λάβουν όσοι Τον είχαν πιστέψει, γιατί ακόμα δεν υπήρχε το Άγιο Πνεύμα ανάμεσα στους ανθρώπους, μιας που ο Ιησούς δεν είχε ακόμα δοξαστεί, με την Ανάσταση και την Ανάληψή Του στους Ουρανούς. Όπως πάντα, έτσι και σε εκείνη την περίσταση διχάστηκε το πλήθος, και άλλοι έλεγαν ότι ο Ιησούς είναι προφήτης, ενώ άλλοι Τον αμφισβητούσαν. Κάποιοι πάλι, απεσταλμένοι από τους Φαρισαίους, βρισκόντουσαν εκεί με σκοπό να συλλάβουν τον Ιησού, όμως τελικά δεν το αποτόλμησαν, θαυμάζοντας τα λεγόμενά Του. Οι φαρισαίοι αγανακτούν, λέγοντας “μήπως κι εσείς πλανηθήκατε; είδατε κανένα από τους άρχοντες ή από τους φαρισαίους να έχει πιστέψει σε αυτόν; αλλά ο όχλος ο καταραμένος τον πιστεύει, που δεν γνωρίζει το νόμο”. Τέλος, στο επιχείρημα του νομομαθούς Νικοδήμου, που είχε γνωρίσει τον Χριστό και είχε συνομιλήσει μαζί Του, ότι ο νόμος δεν κρίνει κανένα αν προηγουμένως δεν τον ακούσει, απαντούν υπεροπτικά ότι εφόσον ο Ιησούς προέρχεται από τη Γαλιλαία, δεν μπορεί να είναι προφήτης.

Η πρώτη σκέψη που απορρέει από τη σημερινή διήγηση του Ευαγγελίου είναι ότι ο Χριστός αποτελεί την πηγή της ζωής, του ζώντος ύδατος, που ξεδιψά κάθε άνθρωπο που πιστεύει στον Ιησού Χριστό. Το είπε στη Σαμαρείτιδα, μας καλεί και σήμερα να έρθουμε κοντά Του και να γίνουμε δοχεία της ζωοποιού και αγιαστικής δύναμης του Αγίου Πνεύματος. Γιατί έχει την δύναμη, όπως ακριβώς έγινε με τους αγίους Αποστόλους, που από φοβισμένους μαθητές τους μεταμόρφωσε σε μια στιγμή σε διάπυρους κήρυκες και διδασκάλους, να φωτίσει την ύπαρξή μας, να αγιάσει τη ζωή μας, να μας προσφέρει την βεβαιότητα της Αναστάσεως και της σωτηρίας. Το Άγιο Πνεύμα, το οποίο έστειλε ο Χριστός στον κόσμο, είναι εκείνο που ενεργεί την ενότητα στην Εκκλησία, είναι εκείνο που επιτελεί τα Μυστήρια, που κατευθύνει τους πνευματικούς μας πατέρες και μας προφυλάσσει από τις παγίδες του νοητού εχθρού. Χωρίς την παρουσία του Αγίου Πνεύματος οι Απόστολοι δεν θα τολμούσαν να βγουν από το υπερώο της Ιερουσαλήμ, ούτε να κηρύξουν με παρρησία στον κόσμο τα όσα έζησαν. Χωρίς την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, οι Μάρτυρες δεν θα παρέμεναν ακλόνητοι στην πίστη και θα υπέκυπταν στις απειλές των τυράννων. Χωρίς την παρουσία του Αγίου Πνεύματος η Εκκλησία θα είχε καταλυθεί από τους διώκτες της αλλά και από τις αιρέσεις που σε κάθε εποχή προσπαθούν να πλανήσουν τα μέλη της. Χωρίς την παρουσία του Αγίου Πνεύματος οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν θα μπορούσαν με ομοφωνία να ορθοτομήσουν την Αλήθεια, μέσα από τις Οικουμενικές Συνόδους.

Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος αποτελεί το κριτήριο της Αληθείας και της γνησιότητας, και αυτό είναι το δεύτερο σημαντικό μήνυμα της σημερινής εορτής. Οι Φαρισαίοι αρνούνται τον Ιησού, και προτάσσουν ως σημείο αυθεντικότητας της γνώμης τους ότι ούτε αυτοί ούτε οι άρχοντες πιστεύουν στον Χριστό, αλλά ο όχλος που δεν γνωρίζει το νόμο. Αυτό το επιχείρημα το ακούμε ακόμα και σήμερα, όταν κάποιοι θέλουν να αμφισβητήσουν τις αλήθειες του Ευαγγελίου και της πίστεώς μας. Μας λένε ότι εφόσον έτσι πράττουν οι επιφανείς και οι γραμματιζούμενοι, κατά τον ίδιο τρόπο οφείλουμε κι εμείς να κινούμαστε. Για την Εκκλησία όμως δεν αποτελεί κριτήριο η γνώμη των πολλών, ούτε των επιφανών, ακόμα και αν πρόκειται για τους ίδιους τους ποιμένες της, αλλά ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος. Στην περίοδο της εικονομαχίας, για παράδειγμα, ακόμα και επίσκοποι και πατριάρχες είχαν πλανηθεί και έγιναν πολέμιοι της εικόνας του Χριστού και των Αγίων. Όταν όμως συγκλήθηκε Σύνοδος σύμφωνα με την τάξη και την Παράδοση της Εκκλησίας, τότε το Άγιο Πνεύμα ήταν εκείνο που κατεύθυνε τη σκέψη των επισκόπων και των μοναχών σε ομοφωνία και έτσι έχουμε την Έβδομη Οικουμενική Σύνοδο, η οποία και αποκατέστησε την αληθινή πίστη και την προσκύνηση των ιερών εικόνων.

Ας ευχηθούμε επομένως και ας προσευχηθούμε, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να προσφέρει πλούσια τη χάρη και το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας, ώστε να μας φωτίζει και να μας καθοδηγεί μέσα στην πολυφωνία και τη σύγχυση που επικρατεί στον κόσμο μας, ώστε να μας δείχνει πάντοτε την Αλήθεια και να μας προφυλάσσει από τις πλάνες και από τις παγίδες του εχθρού.

Πηγή

 




Ιω. 7, 37-52

Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς Ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξεν λέγων͵ Ἐάν τις διψᾷ ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ͵ καθὼς εἶπεν ἡ γραφή͵ ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπεν περὶ τοῦ πνεύματος ὃ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν πνεῦμα͵ ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. Ἐκ τοῦ ὄχλου οὖν ἀκούσαντες τῶν λόγων τούτων ἔλεγον͵ Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης·ἄλλοι ἔλεγον͵ Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον͵ Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται;οὐχ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυίδ͵ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης ὅπου ἦν Δαυίδ͵ ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐγένετο ἐν τῷ ὄχλῳ δι΄ αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν͵ ἀλλ΄ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ΄ αὐτὸν τὰς χεῖρας. ῏Ηλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους͵ καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι͵ Διὰ τί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν;ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται͵ Οὐδέποτε ἐλάλησεν οὕτως ἄνθρωπος. Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι͵ Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλὰ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπάρατοί εἰσιν. Λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς͵ ὁ ἐλθὼν πρὸς αὐτὸν τὸ πρότερον͵ εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν΄Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον ἐὰν μὴ ἀκούσῃ πρῶτον παρ΄ αὐτοῦ καὶ γνῷ τί ποιεῖ; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ͵ Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγείρεται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς λέγων͵ Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ͵ ἀλλ΄ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

Νεοελληνική Απόδοση

Την τελευταία μέρα της γιορτής, την πιο λαμπρή, στάθηκε ο Ιησούς μπροστά στο πλήθος και φώναξε: «Όποιος διψάει, να ‘ρθει σ’ εμένα και να πιει. Μέσα από εκείνον που πιστεύει σ’ εμένα, καθώς λέει η Γραφή, ποτάμια ζωντανό νερό θα τρέξουν». Αυτό το είπε ο Ιησούς εννοώντας το Πνεύμα που θα έπαιρναν όσοι θα πίστευαν σ’ αυτόν. Γιατί τότε ακόμα δεν είχαν το Άγιο Πνεύμα, επειδή ο Ιησούς δεν είχε ακόμα δοξαστεί με την ανάσταση. Πολλοί άνθρωποι από το πλήθος, που άκουσαν αυτά τα λόγια, έλεγαν: «Αυτός είναι πραγματικά ο προφήτης που περιμένουμε». Άλλοι έλεγαν: «Αυτός είναι ο Μεσσίας». Ενώ άλλοι έλεγαν: «Ο Μεσσίας θα ΄ρθει από τη Γαλιλαία; Η Γραφή δεν είπε πως ο Μεσσίας θα προέρχεται από τους απογόνους του Δαβίδ και θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ, χωριό καταγωγής του Δαβίδ»; Το πλήθος λοιπόν διχάστηκε εξαιτίας του. Μερικοί απ’ αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν, κανείς όμως δεν άπλωσε χέρι πάνω του. Γύρισαν, λοιπόν, πίσω οι φρουροί στους αρχιερείς και στους Φαρισαίους, κι αυτοί τους ρώτησαν: «Γιατί δεν τον φέρατε;» Οι φρουροί απάντησαν: «Ποτέ δε μίλησε άνθρωπος όπως αυτός». Τους ξαναρώτησαν τότε οι Φαρισαίοι: «Μήπως παρασυρθήκατε κι εσείς; Πίστεψε σ’ αυτόν κανένα μέλος του συνεδρίου ή κανείς από τους Φαρισαίους; Πιστεύει μόνο αυτός ο όχλος, που δεν ξέρουν το νόμο του Μωϋσή και γι’ αυτό είναι καταραμένοι». Τότε ο Νικόδημος, που ήταν ένας απ’ αυτούς, εκείνος που είχε πάει στον Ιησού νύχτα λίγο καιρό πριν, τους ρώτησε: «Μήπως μπορούμε σύμφωνα με το νόμο μας να καταδικάσουμε έναν άνθρωπο, αν πρώτα δεν τον ακούσουμε και δε μάθουμε τι έκανε»; Και αυτοί του είπαν: «Μήπως κατάγεσαι κι εσύ από τη Γαλιλαία; Μελέτησε τις Γραφές και θα δεις πως κανένας προφήτης δεν είναι να ‘ρθει από τη Γαλιλαία». Και έφυγαν καθένας για το σπίτι του. Τότε ο Ιησούς τους μίλησε πάλι και τους είπε: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου∙ εκείνος που με ακολουθεί δε θα πλανιέται μέσα στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως που φέρνει στη ζωή».


Σάββατο 4 Ιουνίου 2022

 


Η σημερινή Κυριακή Αγαπητοί μου αδελφοί είναι η έβδομη Κυριακή από το Πάσχα και μια Κυριακή πριν από την Πεντηκοστή, η Αγία μας Εκκλησία έχει αφιερώσει αυτήν την Κυριακή στην μνήμη των 318 Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων, οι οποίοι έλαβαν μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.Χ. Η σύνοδος συνήλθε κατά πρόσκληση του Μέγα Κωνσταντίνου κατά το εικοστό έτος της βασιλείας του και είχε διάρκεια 3,5 χρόνια. Διακριθείσες μορφές της συνόδου ήταν ο Μέγας Αθανάσιος, ο Αλέξανδρος ο Κωνσταντινουπόλεως, ο Αλέξανδρος ο Αλεξανδρείας, ο Ευστάθιος ο Αντιοχείας, ο Μακάριος ο Ιεροσολύμων, ο Παφνούτιος, ο Σπυρίδων, ο Νικόλαος, κ.α.

Ως πρόεδροι της Συνόδου αναφέρονται ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας, ο Ευστάθιος Αντιοχείας και ο Όσιος Κορδούης. Τιμητικά πρόεδρος ήταν ο αυτοκράτορας, ο οποίος παρακολουθούσε τις εργασίες της Συνόδου. Μορφή της Συνόδου αναδείχθηκε ο Μ. Αθανάσιος, ο οποίος τότε ως διάκονος συνόδευε τον Αλέξανδρο Αλεξανδρείας.  Η Α' Οικουμενική Σύνοδος καταδίκασε τον Άρειο και τον Αρειανισμό. Ο Άρειος, που καταγόταν από τη Λιβύη και ήταν πρεσβύτερος στην εκκλησία της Βαυκάλεως, άρχισε να διατυπώνει τις απόψεις του σχετικά με την Αγία Τριάδα.  Δίδασκε ότι ο Θεός είναι ένας, αιώνιος και αγέννητος, τα άλλα όντα είναι κτίσματά του και ο Λόγος είναι το πρώτο κτίσμα του Θεού. Ο Λόγος δεν έχει σχέση με την ουσία του Πατρός, δεν είναι αιώνιος και ενώ ο ίδιος είναι δημιούργημα. Αν όμως δεν είναι Θεός, δεν είναι ούτε δημιουργός ούτε σωτήρας του κόσμου. Αν ο Ιησούς Χριστός δεν είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, τότε η Ανάστασή του δεν αποτελεί πανανθρώπινο γεγονός αλλά ένα αμφιλεγόμενο σημείο της ιστορίας. Αν δεν πιστεύουμε ότι ο Ιησούς Χριστός είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, τότε το κήρυγμα της Αναστάσεως ευτελίζετε σε στείρα ηθικολογία. Αν ο Ιησούς Χριστός δεν είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, τότε τα λόγια του ήταν όλα ψεύτικα, τότε δεν υπάρχει ελπίδα σωτηρίας, ούτε Ανάσταση, ούτε ζωή, ούτε συγγνώμη η οποία ανέτειλε εκ του τάφου.  

Ετσι οι Άγιοι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου διατύπωσαν τους πρώτους όρους ορθού Χριστιανικού δόγματος και ιδιαίτερα τα περί του δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, τον Ιησού Χριστό, ως ομοούσιον τω Θεώ Πατρί. Συνέταξε δε τα πρώτα επτά άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως, ενώ θέσπισε και ιερούς κανόνες λύνοντας έτσι μικρά ή μεγάλα προβλήματα που βασάνισαν κατά καιρούς το Σώμα της Εκκλησίας του Χριστού. Οι 318 Θεοφόροι Πατέρες που τιμά σήμερα η Εκκλησία μας αγαπητοί μου αδελφοί, συζήτησαν όλοι μαζί και με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος οδηγήθηκαν στην σωστή διατύπωση της πίστης. Δεν ξεχώριζαν ο καθένας τον εαυτό του, ότι αυτός ξέρει καλύτερα, αλλά όλοι μαζί, ως εκκλησία και εντός της εκκλησίας, πρωτοστάτησαν σ΄ ένα αγώνα που κορυφώθηκε με τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου στην Νίκαια της Βυθηνίας προκειμένου η Ορθοδοξία μας να λάμπει σήμερα και να μας προσφέρει τις αστείρευτες πηγές της αλήθειας Της.

Η πίστη που μας παρέδωσε ο Κύριός μας αλλά και οι απόστολοι και οι πατέρες της Εκκλησίας μας, είναι ότι πιο πολύτιμο μπορούμε να έχουμε, είναι σαν φάρος στη ζωή μας. Έχουμε λοιπόν χρέος να ακολουθήσουμε τις δικές τους φωτεινές μορφές, οι οποίες μας ανεβάζουν σε κορυφές, όπου ο άνθρωπος μπορεί να γεύεται των καρπών της Θεογνωσίας.

π.Ι.Κ

 



 (Ιωάν. ιζ΄1-13)

Επάρας ο Ιησούς τους οφθαλμούς αυτού εις τον ουρανόν και είπε· Πάτερ, ελήλυθεν η ώρα· δόξασόν σου τον υιόν, ίνα και ο υιός σου δοξάση σε, καθώς έδωκας αυτώ εξουσίαν πάσης σαρκός, ίνα παν ο δέδωκας αυτώ δώση αυτοίς ζωήν αιώνιον. Αύτη δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν. Εγώ σε εδόξασα επί της γης, το έργον ετελείωσα ο δέδωκάς μοι ίνα ποιήσω· και νυν δόξασόν με συ, πάτερ, παρά σεαυτώ τη δόξη η είχον προ του τον κόσμον είναι παρά σοι. Εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις ους δέδωκάς μοι εκ του κόσμου. Σοι ήσαν και εμοί αυτούς δέδωκας, και τον λόγον σου τετηρήκασι. Νυν έγνωκαν ότι πάντα όσα δέδωκάς μοι παρά σου εστίν· ότι τα ρήματα α δέδωκάς μοι δέδωκα αυτοίς, και αυτοί έλαβον και έγνωσαν αληθώς ότι παρά σου εξήλθον, και επίστευσαν ότι συ με απέστειλας. Εγώ περί αυτών ερωτώ· ου περί του κόσμου ερωτώ, αλλά περί ων δέδωκάς μοι, ότι σοι εισί, και τα εμὰ πάντα σα εστί και τα σα εμά, και δεδόξασμαι εν αυτοίς. Και ουκέτι ειμὶ εν τω κόσμω, και ούτοι εν τω κόσμω εισί, και εγὼ προς σε έρχομαι. Πάτερ άγιε, τήρησον αυτούς εν τω ονόματι σου ω δέδωκάς μοι, ίνα ώσιν εν καθώς ημείς. Ότε ήμην μετ' αυτών εν τω κόσμω, εγώ ετήρουν αυτούς εν τω ονόματι σου ους δέδωκάς μοι εφύλαξα, και ουδείς εξ αυτών απώλετο ει μη ο υιός της απωλείας, ίνα η γραφή πληρωθή. Νυν δε προς σε έρχομαι, και ταύτα λαλώ εν τω κόσμω ίνα έχωσι την χαράν την εμήν πεπληρωμένην εν αυτοίς.

Απόδοση στη  Νεοελληνική

Σήκωσε ο Ιησούς τα μάτια του στον ουρανό και είπε: «Πατέρα, έφτασε η ώρα, φανέρωσε τη δόξα του Υιού σου, ώστε κι ο Υιός σου να φανερώσει τη δική σου δόξα. Εσύ του έδωσες εξουσία πάνω σε όλους τους ανθρώπους έτσι κι αυτός θα δώσει την αιώνια ζωή σε όλους αυτούς που του εμπιστεύτηκες. Και να ποια είναι η αιώνια ζωή: Ν’ αναγνωρίζουν οι άνθρωποι εσένα ως τον μόνο αληθινό Θεό, καθώς κι εκείνον που έστειλες, τον Ιησού Χριστό. Εγώ φανέρωσα τη δόξα σου πάνω στη γη, αφού ολοκλήρωσα το έργο που μου ανέθεσες να κάνω. Τώρα λοιπόν εσύ, Πατέρα, δόξασε με κοντά σε εσένα  με τη δόξα που είχα κοντά σου προτού να γίνει ο κόσμος. Εγώ σε έκανα γνωστό στους ανθρώπους που τους πήρες μέσα από τον κόσμο και μου τους εμπιστεύτηκες. Ανήκαν σ’ εσένα, και εσύ τους έδωσες σ’ εμένα κι έχουν δεχτεί το λόγο σου. Αυτοί τώρα ξέρουν πως όλα όσα μου έδωσες προέρχονται από σένα γιατί τις διδαχές που μου έδωσες, εγώ τις έδωσα σ’ αυτούς, κι αυτοί τις δέχτηκαν και αναγνώρισαν πως πραγματικά από σένα προέρχομαι και πίστεψαν πως εσύ με έστειλες στον κόσμο. Εγώ γι’ αυτούς παρακαλώ.

Δεν παρακαλώ για τον κόσμο αλλά γι αυτούς που μου έδωσες, γιατί ανήκουν σ’ εσένα. Κι όλα όσα είναι δικά μου είναι και δικά σου, και τα δικά σου είναι και δικά μου, και μέσω αυτών θα φανερωθεί η δόξα μου. Τώρα δεν είμαι πια μέσα στον κόσμο ενώ αυτοί μένουν μέσα στον κόσμο, κι εγώ έρχομαι σε εσένα. Άγιε Πατέρα, διατήρησέ τους στην πίστη με τη δύναμη του ονόματός σου που μου χάρισες, για να μείνουν ενωμένοι όπως εμείς. Όταν ήμουν μαζί τους στον κόσμο, εγώ τους διατηρούσα στην πίστη με τη δύναμη του ονόματος σου. Αυτούς που μου έδωσες τους φύλαξα και κανένας απ’ αυτούς δεν χάθηκε, παρά μόνο ο άνθρωπος της απώλειας, για να εκπληρωθούν τα λόγια της Γραφής. Τώρα όμως εγώ έρχομαι σε σένα και τα λέω αυτά όσο είμαι ακόμα στο κόσμο, ώστε να έχουν τη δική μου τη χαρά μέσα τους σ’ όλη την πληρότητα της.

Δευτέρα 30 Μαΐου 2022


Ο Ιερός Ναός Παμμεγίστων Ταξιαρχών Παλαιού Κεραμιδίου ανακοινώνει ότι το Βράδυ της Τρίτης 31 Μαΐου και ώρα 9.00μ.μ. θα τελεσθεί Ιερά Αγρυπνία επί τη Αποδόσει της Εορτής του Πάσχα. 

Κατά την Ακολουθία θα ψαλούν τροπάρια και κανόνες αποδόσεως της εορτής του Τυφλού, προεόρτια της Αναλήψεως, η Ενάτη του Πάσχα και στη συνέχεια θα ακολουθήσει ο Εσπερινός του Πάσχα, ο Όρθρος της Εορτής και η Θεία Λειτουργία.

Σας περιμένουμε να συνεορτάσουμε Αναστάσιμα στην ησυχία της βραδιάς και να ανοίξουμε την καρδιά μας στην Αγάπη.

Εκ του Ιερού Ναού

Κυριακή 29 Μαΐου 2022

 

          Αγαπητοί μου αδελφοί βλέπουμε στη σημερινή ευαγγελική περικοπή πόσο γενναίος, τολμηρός, ακατάβλητος, ζηλευτός του Χριστού αγωνιστής, παρουσιάζεται ο εκ γενετής τυφλός. Αγωνιστής που πρέπει να τον έχουμε παράδειγμα θαυμαστό όλοι μας οι Χριστιανοί, και με τέτοιο θάρρος, με τόση τόλμη, με όμοιο ηρωισμό και ακατάβλητη γενναιότητα  να ομολογούμε και να υποστηρίζουμε την αγία μας Πίστη, την αγία και πανάμωμη και μοναδική στον κόσμο Πίστη και Θρησκεία του Σωτήρος ημών Χριστού.

          Προχωρούσε, λέει το Ευαγγέλιο, ο Κύριος μέσα από την Ιερουσαλήμ. Στον δρόμο που πήγαινε βλέπει έναν άνθρωπο, έναν νέο τυφλό εκ γενετής. Είχε γεννηθεί τυφλός και εξ αιτίας της παθήσεως αυτής ήταν φτωχός και ζητιάνος. Τον είδαν και οι μαθητές του Χριστού και ρωτούν τον Κύριό τους. Διδάσκαλε, ποιος έκανε τόσο πολλές και φρικτές αμαρτίες αυτός ο ίδιος ή οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός; Και το είπαν αυτό οι μαθητές γιατί ήξεραν πως έλεγε και η Γραφή, ότι «ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Ο Κύριος όμως τους απαντά ότι ούτε αυτός, που αφού ακόμη δεν είχε γεννηθεί, ήταν αδύνατον να αμαρτήσει, ούτε οι γονείς αυτού είχαν αμαρτήσει για να γεννηθεί τυφλός. Γεννήθηκε όμως τυφλός για να γίνει τώρα μεγάλο θαύμα και να φανερωθούν τα έργα του Θεού με το θαύμα που θα γίνει σ’ αυτόν. Έπειτα από αυτόν τον λόγο Του, ο Κύριος φτύνει κάτω, κάνει λάσπη με το σάλιο Του, με την λάσπη αυτή αλείφει τα μάτια του τυφλού και του λέει: Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Ο τυφλός πηγαίνει στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ, νίβεται και γυρίζει στο σπίτι του με ανοιχτά τα μάτια. Το μέγα θαύμα είχε γίνει.

          Από εδώ και πέρα τώρα αρχίζει ο μεγάλος και τρομερός αγώνας μεταξύ Ιουδαίων και Φαρισαίων από το ένα μέρος και του πρώην τυφλού από το άλλο που με το θαύμα του Χριστού ανέβλεψε. Πρώτα-πρώτα οι γείτονές του που τον είδαν μα μάτια απορούν, αναρωτιόνται αν είναι αυτός που καθόταν στον δρόμο και ζητιάνευε, και άλλοι έλεγαν αυτός είναι, άλλοι πως δεν είναι αυτός, αλλά του μοιάζει. Αυτός πάλι έλεγε, πως εγώ είμαι. Μας πως έγινες καλά, πως άνοιξαν τα μάτια σου και βλέπεις, τον ρωτούσαν και τον ξαναρωτούσαν. Εκείνος τους έλεγε, κάποιος άνθρωπος που τον λένε Ιησού αυτός μου έκανε το μεγάλο καλό. Έκανε λάσπη, μου άλειψε με αυτήν τα μάτια, μου είπε να πάω να νιφτώ στου Σιλωάμ, εγώ πήγα και ενώ ήμουν από την γέννησή μου αόμματος, γύρισα με ορθάνοιχτα τα μάτια. Τον παίρνουν και τον πάνε τότε στους Φαρισαίους, αυτόν, τον κάποτε τυφλό. Ήταν δε Σάββατο τότε που έγινε και αυτό το θαύμα. Τον ρωτούν πάλι και οι Φαρισαίοι. Πως άνοιξαν τα μάτια σου και βλέπεις; Αυτός τους είπε πάλι τα ίδια. Ο Ιησούς Χριστός με τον πηλό του μου άνοιξε τα μάτια. Οι Φαρισαίοι τότε χωρίστηκαν σε δύο μέρη. Άλλοι, οι πιο φανατικοί έλεγαν, Αυτός ο άνθρωπος (ο Χριστός δηλαδή) δεν είναι καλός, δεν είναι θεοφοβούμενος. Απόδειξις είναι πως τα έργα του αυτά, τα θαύματα δηλαδή, τα κάνει το Σάββατο που είναι αργία και απαγορεύεται η εργασία. Αυτός είναι αμαρτωλός άνθρωπος. Οι άλλοι, οι πιο λογικοί, έλεγαν, Πως είναι δυνατόν άνθρωπος αμαρτωλός να έχει θεία δύναμη και να κάνει τέτοια θαύματα; Αδύνατον. Ρωτούν τότε τον πρώην τυφλό. Εσύ τί λές γι΄αυτόν; Επιμένεις να λες πως σου άνοιξε τα μάτια; Και τί ιδέα έχεις για αυτόν. Εγώ φρονώ και λέω, απαντά ο κάποτε τυφλός πως ο Χριστός είναι προφήτης.

          Κάνουν τώρα πως δεν τον πιστεύουν οι Ιουδαίοι και καλούν τους γονείς του νέου και τους ρωτούν. Αυτός είναι ο γυιός σας που λέτε πως γεννήθηκε τυφλός; Αν γεννήθηκε τυφλός, πως τώρα βλέπει; Ναι, αυτός είναι ο γυιός μας, απαντούν οι γονείς, και πράγματι τυφλός γεννήθηκε, αλλά πως τώρα βλέπει εμείς δεν ξέρουμε. Και γιατί ρωτάτε εμάς; Αυτόν να ρωτήσετε, ενήλικος είναι και ξέρει τί να σας απαντήσει.

           Τον καλούν πάλι μέσα στο συνέδριο τους οι Φαρισαίοι τον πρώην τυφλό και του λένε, Δόξασε τον Θεό που σε έκανε καλά. Ο Θεός σε γιάτρεψε, όχι αυτός ο Ιησούς. Αυτός είναι αμαρτωλός, μην τον προσέχεις. Αν είναι αμαρτωλός, απαντά εκείνος, εγώ δεν το ξέρω. Εγώ ένα ξέρω, πως ενώ ήμουν τυφλός, αυτός μου έδωσε μάτια. Πάλι τον ξαναρωτούν οι Φαρισαίοι. Για πες μας. Τί σου έκανε, πως σε γιάτρεψε, πως σου άνοιξε τα μάτια; Μα σας το είπα και σας το ξαναείπα. Γιατί με ξαναρωτάτε; Μήπως θέλετε να γίνετε και εσείς μαθητές του; Γεμάτοι θυμό τότε, οι Φαρισαίοι, του απαντούν. Εσύ είσαι μαθητής εκείνου, εμείς είμαστε του Μωϋσέως μαθητές. Εμείς ξέρουμε πως στον Μωϋσή μίλησε ο Θεός. Αυτόν δεν τον ξέρουμε από που είναι. Εδώ ακριβώς είναι το παράδοξο και το εκπληκτικό, τους απαντά πάλι ο πρώην τυφλός, πως εσείς οι γραμματισμένοι και σοφοί δεν ξέρετε από που είναι ο Ιησούς και όμως αυτός που εσείς τον κατατρέχετε και τον συκοφαντείτε, αυτός μου άνοιξε τα μάτια. Αιώνες τώρα δεν έχει ακουσθεί πως βρέθηκε άνθρωπος να ανοίξει τα μάτια κάποιου που γεννήθηκε τυφλός. Ο Ιησούς είναι από τον Θεό, γιατί αν δεν ήταν εκ Θεού, δεν θα μπορούσε τίποτα να κάνει. Τα θαυμαστά του όμως έργα μαρτυρούν πως είναι εκ Θεού. Οργισμένοι τότε οι Φαρισαίοι τον υβρίζουν και τον πετούν έξω από την Συναγωγή. Άκουσε ο Χριστός πως τον εξεδίωξαν και όταν τον βρήκε τον ρώτησε, Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού; Και ο πρώην τυφλός ρωτά, Και ποιός είναι, Κύριε, για να πιστέψω σε αυτόν; Και ο Κύριος του λέει, Εγώ είμαι που με βλέπεις και με ακούς να μιλώ μαζί σου. Και ο πρώην τυφλός είπε, Πιστεύω, Κύριε, και έπεσε κάτω και Τον προσκύνησε, ως Υιόν του Θεού και Σωτήρα του.

          Γενναίος, ηρωικός, ατρόμητος, ομολογητής και στρατιώτης του Χριστού ο εκ γενετής τυφλός. Τέτοιοι καλούμαστε να είμαστε όλοι οι Χριστιανοί. Να μην φοβόμαστε. Να μην δειλιάζουμε, έστω κι αν οι φρονούντες τα αντίθετα είναι πολλοί και με αξιώματα, και μεγάλοι και τρανοί. Εμείς οπλισμένοι με την πίστη του Χριστού την αγία, με θάρρος και γενναιότητα να ομολογούμε τον Χριστό μας. Αυτό είναι το ιερό καθήκον μας αλλά και η βεβαία σωτηρία μας. Γένοιτο

π.Ι.Κ

 

 



Η θεραπεία του εκ γενετής τυφλού.

Ιωάν. θ΄  1-38

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς.  καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ;  ἀπεκρίθη  Ἰησοῦς· οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ.  ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ᾦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου.  ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσε χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων.

 Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν;  ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι.  ἔλεγον οὖν αὐτῷ· πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί;  ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· ἄνθρωπος λεγόμενος  Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα.  εἶπον οὖν αὐτῷ· ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· οὐκ οἶδα.

 Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ  Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς.  πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω.  ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς.  λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν.  οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ  Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος  καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει;  ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη·  πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει.  ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς  Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ  Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις αὐτὸν ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται.  διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε.  ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλός, καὶ εἶπον αὐτῷ· δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν.  ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω.  εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς;  ἀπεκρίθη αὐτοῖς· εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι;  ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί.  ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν.  ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς.  οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει.  ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου.  εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν.  ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω.   Ἤκουσεν ὁ  Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ;  ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν;  εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ  Ἰησοῦς· καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν.  ὁ δὲ ἔφη· πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

 Απόδοση στη Νέα Ελληνική

Καθώς πήγαινε στο δρόμο του ο Ιησούς, είδε έναν άνθρωπο που είχε γεννηθεί τυφλός. Τον ρώτησαν, λοιπόν, οι μαθητές του: «Διδάσκαλε, ποιος αμάρτησε και γεννήθηκε αυτός τυφλός, ο ίδιος ή οι γονείς του;»  Ο Ιησούς απάντησε: «Ούτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του, αλλά γεννήθηκε τυφλός γιά να φανερωθεί η δύναμη των έργων του Θεού πάνω σ' αυτόν,  Όσο διαρκεί η μέρα πρέπει να εκτελώ τα έργα Εκείνου που με έστειλε. Έρχεται η νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται.  Όσο είμαι σ' αυτόν τον κόσμο είμαι το Φως για τον κόσμο».ο  Όταν τα είπε αυτά ο Ιησούς, έφτυσε κάτω, έφτιαξε πηλό από το πτύσμα, άλειψε με τον πηλό τα μάτια του τυφλού,  και του είπε: «Πήγαινε να νιφτείς στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ»—που σημαίνει "απεσταλμένος από το Θεό"». Ξεκίνησε, λοιπόν, ο άνθρωπος, πήγε και νίφτηκε και, όταν γύρισε πίσω, έβλεπε.

Τότε οι γείτονες και όσοι τον έβλεπαν προηγουμένως ότι ήταν τυφλός, έλεγαν: "Αυτός δεν είναι ο άνθρωπος που καθόταν εδώ και ζητιάνευε;"  Μερικοί έλεγαν: «Αυτός είναι», ενώ άλλοι έλεγαν: «Είναι κάποιος που του μοιάζει». Ο ίδιος, όμως,  έλεγε: «Εγώ είμαι».  Τότε τον ρωτούσαν: «Πώς, λοιπόν, άνοιξαν τα μάτια σου;»  Εκείνος απάντησε: « Ένας άνθρωπος που τον λένε Ιησού έκανε πηλό, μου άλειψε τα μάτια και μου είπε: “Πήγαινε στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ και νίψου· πήγα λοιπόν εκεί, νίφτηκα και βρήκα το φως μου».  Τον ρώτησαν, λοιπόν: «Πού είναι ο άνθρωπος εκείνος;» «Δεν ξέρω», τους απάντησε.

 Τον έφεραν τότε στους Φαρισαίους, τον άνθρωπο που ήταν άλλοτε τυφλός.  Η μέρα που έφτιαξε ο Ιησούς τον πηλό και του άνοιξε τα μάτια ήταν Σάββατο.  Άρχισαν, λοιπόν, και οι Φαρισαίοι να τον ρωτούν πάλι πώς απέκτησε το φως του. Αυτός τους απάντησε: «Έβαλε πάνω στα μάτια μου πηλό, νίφτηκα και βλέπω».  Μερικοί από τους Φαρισαίους έλεγαν: «Αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταλμένος από το Θεό, γιατί δεν τηρεί την αργία του Σαββάτου». Άλλοι, όμως,  έλεγαν: «Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια σημεία:» Και υπήρχε διχογνωμία ανάμεσά τους.  Ρωτούν, λοιπόν, πάλι  τον τυφλό: «Εσύ τι λες γι’ αυτόν; Πώς εξηγείς ότι σου άνοιξε τα μάτια;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Είναι προφήτης».

 Οι Ιουδαίοι, όμως, δεν εννοούσαν να πιστεύσουν πως αυτός ήταν τυφλός και απέκτησε το φως του, ώσπου κάλεσαν τους γονείς του ανθρώπου και τους ρώτησαν: «Αυτός είναι ο γιος σας που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;»  Οι γονείς του τότε αποκρίθηκαν: «Ξέρουμε πως αυτός είναι ο γιος μας και ότι γεννήθηκε τυφλός.  Πώς, όμως, τώρα βλέπει, δεν το ξέρουμε, ή ποιος του άνοιξε τα μάτια εμείς δεν το ξερουμε. Ρωτήστε τον ίδιο, ενήλικος είναι. Αυτός μπορεί να μιλήσει τον εαυτό του».  Αυτά είπαν οι γονείς του, από φόβο προς τους Ιουδαίους. Γιατί, οι Ιουδαίοι άρχοντες είχαν κιόλας συμφωνήσει να αφορίζεται από τη συναγωγή όποιος παραδεχτεί πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας.  Γι’ αυτό είπαν οι γονείς του  "ενήλικος είναι, ρωτήστε τον ίδιο».

 Κάλεσαν, λοιπόν, για δεύτερη φορα, τον άνθρωπο που ήταν πριν τυφλός και του είπαν: «Πες την αλήθεια ενώπιον του Θεού, εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός». Εκείνος τότε τους απάντησε: "Αν είναι αμαρτωλός, δεν το ξέρω· ένα ξέρω: πως ενώ ήμουν τυφλός, τώρα βλέπω". Τον ρώτησαν πάλι: «Τι σου έκανε; Πώς σου άνοιξε τα μάτια;» «Σας το είπα κιόλας», τους αποκρίθηκε «αλλά δεν πειστήκατε, γιατί θέλετε να το ξανακούσετε; Μήπως θέλετε κι εσείς να γίνετε μαθητές του;»  Τον περιγέλασαν, τότε, και του είπαν: «Εσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς είμαστε μαθητές του Μωυσή·  εμείς ξέρουμε πως ο Θεός μίλησε στο Μωυσή, ενώ γι’ αυτόν δεν ξέρουμε την προέλευσή του».  Τότε απάντησε ο άνθρωπος και τους είπε: «Εδώ είναι το παράξενο, πως εσείς δεν ξέρετε από πού είναι ο άνθρωπος, κι όμως αυτός μου άνοιξε τα μάτια.  Ξέρουμε πως ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει.

Από τότε που έγινε ο κόσμος, δεν ακούστηκε ν’ ανοίξει κανείς τα μάτια ενός γεννημένου τυφλού.  Αν αυτός δεν ήταν από το Θεό δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα».  «Εσύ είσαι βουτηγμένος στην αμαρτία από τότε που γεννήθηκες», του αποκρίθηκαν, «και κάνεις το δάσκαλο σ’ εμάς;»  Και τον πέταξαν έξω.

 Ο Ιησούς έμαθε ότι τον πέταξαν έξω και, όταν τον βρήκε, του είπε: «Εσύ πιστεύεις στον Υιό του Θεού;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Και ποιος είναι αυτός, Κύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;»  «Μα τον έχεις κιόλας δει», του είπε ο Ιησούς. «Αυτός που μιλάει τώρα μαζί σου, Αυτός είναι».  Τότε εκείνος είπε: «Πιστεύω Κύριε», και τον προσκύνησε.

Αρχιστράτηγοι Θεού, Λειτουργοί θείας δόξης, των ανθρώπων οδηγοί και Αρχηγοί Ασωμάτων

Αρχιστράτηγοι Θεού, Λειτουργοί θείας δόξης, των ανθρώπων οδηγοί και Αρχηγοί Ασωμάτων
Οι Άγγελοι του Θεού εισί λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα δια τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν.

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Δημοφιλείς αναρτήσεις

Recent Posts

Συνολικές προβολές σελίδας

p.Ioannis Kiparissopoulos. Από το Blogger.